Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

Ένα γράμμμα από Hanoi

Tου ΓIANNH ΣOΦIΛOY

   Αγαπημένη μου Dulceria,
   Θα σου διηγηθώ λοιπόν πράγματα και καταστάσεις που συναπαντώ καθημερινά στο Ανόϊ.
   Αυτή η πόλη είναι ένα απέραντο super market όπου κάθε σπίτι είναι και περίπτερο, τα μαγαζιά-δραστηριότητες είναι ομαδοποιημένα κατά προϊόντα. Συναντάς πράγματα που ποτέ δεν φανταζόσουν ότι θα μπορούσαν να πωλούνται: θαλάσσια αλογάκια (ιππόκαμποι)αποξηραμένα, γιγάντια μανιτάρια που μοιάζουν ξύλινα, βουναλάκια από τηγανιτό κοτόπουλο, φύλλα παπάγιας γεμισμένα με μυστήρια συστατικά, επιτύμβιες πλάκες με χρυσά γράμματα, φωτογραφίες πεθαμένων, γκαράζ ποδηλάτων φτιαγμένα από χαρτί δώρου, χέλια, καβούρια χρώματος γαλάζιου, ερπετά, σαλιγκάρια, ψεύτικα χαρτονομίσματα για να τα κάψουν στη φωτιά, σημαίες του Vietnam, τσάντες ταξιδιού, παπούτσια, καρύδες, πολύχρωμα και εντυπωσιακά σε σχήματα φρούτα, αλκοολούχα ποτά που περιέχουν κόμπρεςΙ τα μάτια δεν ξέρουν που να πρωτοκοιτάξουν.
   Τα πεζοδρόμια γεμάτα με μηχανάκια που σε αναγκάζουν να περπατήσεις στο δρόμο. Εκεί πρέπει να δώσεις τη μάχη με την κίνηση. Σου κορνάρουν, σε αποφεύγουν με ασύλληπτο τρόπο περνώντας ξυστά, εσύ συνεχίζεις ήσυχα και σταθερά διασχίζοντας και αποφεύγοντας τα μηχανάκια που στροβιλίζουν γύρω σου σαν ένα ποτάμι χωρίς τελειωμό.
   Εκείνες έχουν τα πρόσωπα καλυμμένα με μαντήλια μοντέρνα ή όχι, με καπέλα κωνικά από άχυρο ή jokey με στάμπα την αμερικάνικη σημαία. Βλέπεις μόνο τα μάτια τους, μάτια σχιστά που σε κοιτούν γεμάτα ακόρεστη περιέργεια. Σήμερα ξαναβρίσκομαι το Ανόϊ. Σήμερα ξανά αποχωρίστηκα με κάποιον. Αυτό το ταξίδι είναι ένας διαρκής αποχωρισμός, όπως η ίδια η ζωή: άνθρωποι που έρχονται, μένουν και φεύγουν. Σήμερα ήταν ο Γιάννης, ο τελευταίος συνοδοιπόρος στο διάπλου. Ο Γιάννης, αν και γεννήθηκε στην Αθήνα, ζει σε ένα νησί του Αιγαίου, τη Σύρο. Για το Γιάννη η ζωή είναι ένα ατέλειωτο ταξίδι και συνήθως ξεκινά μόνος. Με τα λιγοστά ισπανικά του και τα κακά αγγλικά μου μπαρκάραμε μαζί στην περιπέτεια για κάποιες μέρες. Απαρνούμενοι τις κλασικές (και τουριστικές) διαδρομές της θρησκείας του Lonely Planet, ξεκινήσαμε ένα ταξίδι για το απομακρυσμένο τροπικό δάσος του Ba Be. Νοικιάσαμε ένα ρώσικο τζίπ (με τον οδηγό του) που μας ταρακούνισε για τα καλά διανύοντας αυτά τα 240χλμ, που μας χώριζαν από τον πολυπόθητο παράδεισο. Φτάσαμε στο δάσος, ήταν ένα μέρος ονειρώδες, νοικιάσαμε μια βάρκα για τον διάπλου της λίμνης και των ποταμιών, επισκεφθήκαμε έναν καταρράκτη και μία υπέροχη σπηλιά που είχε δημιουργήσει ένα ποτάμι, φάγαμε ρύζι για σίγουρα, μείναμε σε ένα σπίτι από bamboo μιας οικογένειας που ανήκει σε μειονότητα προερχόμενη από Κίνα. Μετά ξανά εκείνος ο μηχανοκίνητος σεισμός μας επέστρεψε στο Ανόϊ, όπου δικαιολογημένοι πλέον επιδοθήκαμε σε μια ακόμα γαστρονομική απόλαυση. Κοιτώντας το Γιάννη του 'λεγα που απορρούσα πως και αναμιχθήκαμε σε μια τέτοια ιστορίαΙ Εκείνος απολάμβανε την πολύχρωμη και πολύβουη κίνηση από τη μεγάλη γιορτή στους δρόμους, λόγω των αγώνων που διοργανώνονταν στο Ανόϊ εκείνες τις μέρες.
   Πριν από αυτό βίωσα την πρώτη μου εμπειρία του να ταξιδεύω μόνος. Αφού πέρασα από τα υψίπεδα της Sapa, που συναντάς πολύχρωμες μειονότητες, έφτασα στο νησί Cat Ba, στον κόλπο του Halong, ένα μέρος πανέμορφο. Εκεί με πλημμύριζε μια ανείπωτη λύπη: το να μην μπορώ να μοιραστώ αυτό που βιώνω μαζί σου, ήταν σα να μην το βίωνα καθόλου. Από το μυαλό μου πέρναγαν φράσεις όπως: «Η ζωή είναι μια εκλογή ανάμεσα σε έναν φόβο και έναν άλλο». Σε ένα τόσο υπέροχο μέρος αισθανόμουν ο πιο μόνος άνθρωπος στον κόσμο. Την επόμενη μέρα ήμουν ο βασιλιάς του Halong: γνώρισα ένα ζευγάρι από το Amsterdam (το Jos και την Christin), τον Γιάννη, δύο άγγλους και ένα ζευγάρι γάλλους, που με έκαναν να αισθανθώ ότι στον κόσμο δεν έχεις λόγο να 'σαι μόνος. Εδώ είμαστε όλοι μια παρέα, μακριά απ' τους «δικούς μας» και μαθαίνουμε πόσο σημαντική είναι η «ξένη ζεστασιά».
   Επιστρέφοντας στο Ανόι και το βράδυ πριν φύγουμε για το Ba Be, δημιουργήσαμε μια παρέα που κύρια ασχολία της ήταν το καλό φαγητό και η κατανάλωση οινοπνευματωδών. Μετά καταλήξαμε σε μια Disco με hits ανατολίτικα, γεμάτη όμορφες και μοδάτες κοπέλλες, καπνούς, ποτά και πολλά ντεσιμπέλ. Γύρω από τον κόσμο τούτης της χώρας έχω λίγα να σας πω. Η έλλειψη επικοινωνίας που οφείλεται στην άγνωστη γλώσσα και τα ακατάληπτα κινεζοαγγλικά, με κάνουν να τους βλέπω σαν να κοιτώ από ένα παρατηρητήριο το Grand Canyon. Μερικές φορές νομίζω ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι όπως τα μηρμύγκια ή οι μέλισσες: έχουν μία νοημοσύνη συλλογική, που ατομικά δεν τη διαθέτουν. Αυτό ίσως και να οφείλεται στην έλλειψη μόρφωσης, όχι σε επίπεδο συμπεριφοράς, όπου είναι πολύ άνετοι, αλλά σε επίπεδο εκπαίδευσης (όταν δουλεύεις όλη μέρα για να ζήσεις δεν πας στο μουσείο).
  Είναι πράοι και γνωρίζουν να ξεπερνούν γρήγορα τον τόσο πόνο που τους προκάλεσε η Δύση. Δουλεύουν πολύ, κυρίως οι κάτοικοι των πόλεων, που σχεδόν ποτέ δεν τους βλέπεις να κάνουν βόλτα. Είναι ιδιαίτερα επιχειρηματικοί (αν υπήρχε τράπεζα για μικροδάνεια θα επένδυα εκεί το κεφάλαιό μου). Το λυπηρό είναι ότι τους βλέπεις να αγωνίζονται για το τίποτε ή σχεδόν τίποτε, κάτι που ουσιαστικά είναι το ίδιο. Στο τραίνο μια μέρα, ενώ η ματιά μου παρατηρούσε, ως συνήθως, τα πάντα τριγύρω, σταμάτησε σε κάποιους που κάθονταν απέναντί μου. Είχαν βλέμμα σκεπτικό και η σοβαρή τους εμφάνιση ανέδυε αξιοπρέπεια. Άγνωστο ποια κίνησή μου τους τράβηξε το βλέμμα και τους προκάλεσε ένα χαμόγελο γλυκό και ειλικρινές. Τότε μία γυναίκα ανάμεσά τους μου προσέφερε ένα μανταρίνι κι άλλο ένα στο φίλο μου το Γιάννη, που ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του...
   Ευχαριστώ για την προσοχή που μου αφιέρωσες ως αυτή τη στιγμή και να ξέρεις, το να μπορώ να μοιραστώ όλα αυτά με σένα, με βοηθάει και δίνει νόημα στο ταξίδι, που μια καλή πρωία αποφάσισα να ξεκινήσω.
   Αύριο φεύγω για το Laos, χωρίς να γνωρίζω τι θα με περιμένει εκεί. Παρ' ότι προσπαθώ να δείχνω χαρούμενος, υπάρχει ένας φόβος μέσα μου, που προσπαθώ να ξεπεράσω. Σήμερα νιώθω όπως εκείνη τη μέρα στη Μαδρίτη που ξύπνησα και έπρεπε να φύγω για ένα μέρος άγνωστο. Έπρεπε και τότε να επιλέξω ανάμεσα στις φοβίες μου, ανάμεσα στο σίγουρο και στο αβέβαιο, ανάμεσα στο βόλεμα του παλιού και τη δίψα για το καινούργιο. Τότε είχα προτιμήσει το δεύτερο. Τώρα σκέφτομαι δυο πράγματα: Γιατί φοβόμουν να έρθω εδώ; Γιατί να φοβάμαι να πάω κάπου αλλού; Αν τελικά καταφέρω να διαλύσω αυτές τις αναστολές, που όλοι μέσα μας έχουμε, σίγουρα θα αξίζει τον κόπο...

Με αγάπη Juan


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.