Κυριακή 10 Απριλίου 2011

Η τελευταία από τους εκδρομείς του ’65


Σκυμμένη στο παράθυρο, χόρευε τεντώνοντας τα σχοινιά της, ρίχνοντας πίσω το σώμα της, παραδομένη στα κύματα, άνοιγε τα κόκκινα της χείλη όσο μπορούσε, για να στεγνώσουν στον άνεμο.
Κατέβαινε, κατέβαινε… βούλιαζε στα τακούνια της, μια ακρογιαλιά τρομαγμένη με δυο αναμμένα κεριά για σκουλαρίκια, δίνει κρότο στη γλώσσα της για να κοιτάξει την τριανταφυλλιά. Κοίταξε την τριανταφυλλιά, άφησε το ποτιστήρι να πέσει, άπλωσε τα χέρια, κρεμάστηκε θλιβερά στα κλωνάρια της.
Τίποτα δεν την ενδιέφερε τόσο, όσο τα όνειρα του καφενείου πάνω στο λόφο, μαγεμένη, με μαύρη κορδέλα γύρω από τα μαλλιά, ανέβαινε τον ανήφορο, ήσυχη, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, σαν να μην έφτανε η πρώτη ντροπή, σκονισμένη, μουρμουρίζοντας μες τα δόντια της, μισογελάει στις πέτρες που διαφεντεύουν το δρόμο.
Μεσάνυχτα. Μισόγυμνη, κυλιέται στο χώμα ανάμεσα στην τρέλα και τους περαστικούς, ριγεί σ’ ένα παγκάκι αθόρυβα, χελιδόνι που καίγεται στη χούφτα της γης, τραπέζι του ιδρώτα και της ανάσας του πηλού σαν σβήνει στη θάλασσα.
Ακούει τα βήματα να μαστιγώνουν το μοιρολόι της νύχτας, να χάνονται στο σάλεμα των φύλλων, να κρύβονται στον κόρφο του καντηλιού, να κεντρίζουν το μυαλό της με μαρτύρια, νομίσματα πορφυρά του λιμανιού, χάρτινες φιγούρες μεθυσμένων αγγέλων κάτω από τα φώτα που πενθούν.
-Θα μπορέσουμε να αγοράσουμε έναν κανονικό θάνατο;… Θα μπορέσουμε να ακουμπήσουμε στους εξώστες των εμβατηρίων;… Στις λόγχες των φρουρών του ήλιου;
Στίχοι του ποταμού, εμβλήματα του χρόνου. Μοναχοί και ολόλαμπροι μπροστά στη σκόνη του καιρού.
Θάλασσα βραχνάς, ακούει τη βρύση στο κεφάλι της, είχε τρελά αγαπήσει, είχε σωπάσει περιμένοντας ένα καλοκαίρι να την αναστήσει, ένα φθινόπωρο για να πεθάνει αργοπερπατώντας στην άκρη της φωτιάς, δίχως πολλά λόγια, δίχως παραμύθια της ανατολής, δίχως πουλιά της δύσης.
Φεγγάρι αμαρτωλό όλη της η ζωή, σύννεφο που περνούσε χαμηλά πάνω από την πόλη με τις οσμές των φαντάρων και των επιταφίων, ακούραστη, φιλάει τα μάτια της λύπης σα μητέρα, σαν ερωμένη που χωρίζει για πάντα μπρος στο πηγάδι με το αίμα, σαν Παναγιά πριν δέσουμε τη βάρκα μας ξημερώματα στη Σύρα.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΑΣchrisdem@in.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.