Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

INΔIA Περιπετειώδες τρέκινγκ στο Darjiling

Tου ΠETPOY ΠPINTEZH
 Για κάθε ορειβάτη η μεγαλύτερη δικαίωση είναι να περπατήσει στα
Ιμαλάια. Φέτος, μετά από εικοσαετή θητεία σε ελληνικά και βουνά της
Ευρώπης, καταφέραμε να επισκεφτούμε την οροσειρά των Ιμαλαΐων.
    Ένα χρόνο πριν ετοιμάζαμε το ταξίδι αλλά και την φυσική κατάσταση, που χρειάζεται να έχεις για να καταφέρεις ένα trekking 18 ημερών σε μεγάλα υψόμετρα.
   Όλα είχαν προγραμματιστεί για το Πάσχα του 2005. Προορισμός μας ήταν το Νεπάλ  και η Κατμαντού ήταν το αεροδρόμιο, που θα φτάναμε από το Ελ. Βενιζέλος. Η αρχική ομάδα ξεκίνησε με ενθουσιασμό αποτελούμενη από 8 άτομα. Τελικά οι διαφαινόμενες δυσκολίες προκάλεσαν διαρροές και μείναμε μόνο δύο.
   Ο Γιάννης και εγώ, δύο μήνες πριν το Πάσχα, προσπαθούμε να πάρουμε
βίζα και άδεια για την Αναπούρνα, που είναι ένα από τα ομορφότερα
trekking των Ιμαλαΐων. Δεν ήταν όμως στο κάρμα μας να κάνουμε το
trekking της Αναπούρνα, τουλάχιστον γι' αυτό το Πάσχα. Οι ταραχές, που
άρχισαν μεταξύ των κομμουνιστών ανταρτών και της κυβέρνησης, κατάφεραν
να κλείσουν το διεθνές αεροδρόμιο της Κατμαντού, να προκαλέσουν ακύρωση
για τις περισσότερες προγραμματισμένες αποστολές για το Νεπάλ και ο
πρόξενος του Νεπάλ στην Αθήνα να μας αποτρέψει να βρεθούμε στην περιοχή.
Η απογοήτευση μας ήταν μεγάλη, η προετοιμασία ενός χρόνου σχεδόν χαμένη
και ο Γιάννης να μην κρατιέται με τίποτα.
   Στο τραπέζι πέφτανε διάφορες ιδέες: Πακιστάν, Ινδίες ακόμη και
Παταγονία. Τελικά μετά από πολύ σκέψη και υπολογισμό των εξόδων
καταλήξαμε  στις Ινδίες. Στο Βορειοανατολικό μέρος μεταξύ Μπουτάν, Θιβέτ
και Νεπάλ, είναι μία «γλώσσα» που ανήκει στις Ινδίες και υψώνεται η
τρίτη σε ύψος κορφή στον κόσμο, η Kangchejuga με ύψος 8594 μέτρα. Σκοπός
μας ήταν ένα trekking στο Σικίμ, που έφτανε τους πρόποδες αυτού του
ορεινού όγκου.
   Μετά από 12 ώρες ταξίδι με τις αερογραμμές  Ουζμπεκιστάν και με
ενδιάμεση στάση στην Τασκένδη φτάνουμε στο Νέο Δελχί 2.30 τα ξημερώματα.
Τίποτε δεν έδειχνε στο αεροδρόμιο την κατάσταση που επικρατεί σ' αυτή την χώρα. Εγώ είχα εμπειρίες από τα κράτη της Μέσης Ανατολής και πίστευα ότι  ανάλογες συνθήκες επικρατούν και στις Ινδίες, όμως έπεσα πολύ έξω.
Το πρώτο δυνατό σοκ το υποστήκαμε όταν φτάσαμε στον σιδηροδρομικό σταθμό στο Δελχί. Ήταν περίπου 3.30 και θα παίρναμε το τρένο  να μας πάει μετά από 28 ώρες στο New Jalpaguiri. Οι δρόμοι και τα πεζοδρόμια ήταν ένα μεγάλο ξενοδοχείο. Μικροί, μεγάλοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά ήταν ξαπλωμένοι κατάχαμα, στα πεζοδρόμια, στο δρόμο, χωρίς κάτι προστατευτικό, εφημερίδα, χαρτόνι ή νάιλον. Οι κατσαρίδες και τα ποντίκια έκαναν βόλτες δίπλα τους χωρίς να ενοχλούνται οι μεν από τους δε, αφού όλα τα όντα αυτού του πλανήτη οφείλουν να συμβιώνουν αρμονικά.
Η ζέστη και η υγρασία μαζί με τα ενοχλητικά κουνούπια ήταν κάτι το πρωτόγνωρο για εμάς. Όσο ξημέρωνε και η δραστηριότητα γύρω από τον σταθμό μεγάλωνε, άρχισε η αγωνία του εισιτηρίου. Μας έλεγαν ότι δεν υπάρχει περίπτωση να βρούμε εισιτήριο και πως μας πουλούσαν το δικό τους έναντι 80EUR. Αφού αποκτήσαμε  το πολυπόθητο
κίτρινο χαρτάκι,20EUR για 1500 χιλιόμετρα με κουκέτες και κλιματισμό, αρχίσαμε να το διασκεδάζουμε με τους Ινδούς, που ήταν γύρω μας. Δίτροχα μαγαζάκια, που επάνω τους μαγείρευαν οι ιδιοκτήτες, ενώ οι πελάτες γευόταν τα κατασκευάσματά τους με βουλιμία. Δεν τολμήσαμε να δοκιμάσουμε, αν και γελώντας μας προέτρεπαν οι γύρω μας.
   Προτιμήσαμε να ακολουθήσουμε τις συμβουλές της ινδικής κυβέρνησης που
ήταν παντού αναρτημένες σε μεγάλες ταμπέλες στα αγγλικά: «Μην παίρνετε
τίποτε φαγώσιμο  από ξένους και από πλανόδιους πωλητές φαγητού».
Συνεχίσαμε να παρακολουθούμε τους ντόπιους, που δεν δίσταζαν τις
οποιεσδήποτε βιολογικές τους ανάγκες να τις πραγματοποιούν οπουδήποτε,
εκεί που έτρωγαν ή που μαγείρευαν, χωρίς να ξέρουμε τι μας περιμένει
μέσα στο τρένο.
   Φορτωμένοι με τα δύο σακίδια ένα μεγάλο πίσω και ένα μικρό μπροστά,
βρίσκουμε το βαγόνι και τις κουκέτες μας. Ένας γρήγορος έλεγχος μας
έδειξε ότι δεν πρέπει να επισκεφτούμε την τουαλέτα για τις επόμενες 29
ώρες, που θα είμαστε μέσα στο τρένο πράγμα αδύνατον. Μετά από λίγο
διαπιστώσαμε ότι δεν πρέπει να φάμε τίποτα από την κουζίνα του τρένου.
Το εισιτήριο περιελάμβανε γεύμα, δείπνο, πρωινό και ενδιάμεσα
μικρογεύματα, αλλά στην κουζίνα η θερμοκρασία ήταν περίπου 45 βαθμοί
Κελσίου, οι μάγειροι γυμνοί από την μέση και επάνω να ταράζουν με
μεγάλες κουτάλες διάφορα ζουμιά και ρύζια, ο ιδρώτας τους να πέφτει στα
μεγάλα καζάνια και οι παραμάγειροι να κυνηγούν τις κατσαρίδες και τα
ποντίκια από τις έτοιμες μερίδες που προοριζόταν για τους επιβάτες
μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβανόμαστε και εμείς. Μετά από αυτές τις
απείρου κάλλους σκηνές αποφασίσαμε ότι θα φάμε τα δύο πακέτα κράκερ από
την Ελλάδα και θα πιούμε το νερό που κουβαλάμε από την Αθήνα (3 λίτρα ο
καθένας).
   Η διαδρομή μέσα από τα χωριουδάκια και τις πόλεις μάς έκανε να
ξεχνούμε την πείνα μας καθώς  και τα πειράγματα του προσωπικού που μας
προέτρεπαν να φάμε γελώντας, ξέροντας ότι δεν θα το δοκιμάζαμε με τίποτε
στον κόσμο. Ο Γάγγης, μεγαλοπρεπέστατος και βασιλικός, κυλούσε από κάτω
μας, ενώ οι δραστηριότητες της καθημερινής ζωής των χωρικών
συνεχίζονταν. Mας έκανε εντύπωση που δούλευαν τις αγροτικές δουλειές οι
γυναίκες μαζί με τα παιδιά, ενώ οι άντρες ασχολούνταν με τα ζώα. Μετά
από μεγάλη δοκιμασία φτάσαμε στον προορισμό μας κουρασμένοι και
προπάντων πεινασμένοι. Εκεί μας περίμενε καινούρια δοκιμασία. Αναζήτηση
ταξί για να κινηθούμε στην πόλη Darjeeling, όπου θα κάναμε ένα trekking
που θα έφτανε μέχρι τα 4000 μέτρα για εγκλιματισμό. Το ξενοδοχείο ήταν
υποφερτό. Έτσι το εκτιμήσαμε, γιατί δεν είχαμε δει ακόμη τα χειρότερα.
   Η πείνα μας είχε θεριέψει. Μετά από μια γρήγορη σύσκεψη απαντήσαμε
στο ερώτημα «ή θα πεθάνουμε από δηλητηρίαση ή από ασιτία», όπως θα
απαντούσε το αίσθημα της αυτοσυντήρησης. Έτσι βρεθήκαμε στο εστιατόριο
του ξενοδοχείου και το αδειάσαμε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των Ινδών,
που είναι λιτοδίαιτοι. Ξημερώνοντας η άλλη μέρα μας βρήκε μετά από
διαδρομή 2 ωρών μέσα σε ταξί, που είναι για δέκα ανθρώπους (δεν έχω
καταλάβει ακόμη πως καταφέραμε να βγούμε από αυτό 19 μαζί με τον
οδηγό!!!). Αφού πήραμε τις απαραίτητες άδειες για το βουνό, ξεκινήσαμε
μέσα από τα βουδιστικά μοναστήρια, που λες και αντέγραψαν τα
χριστιανικά, βρίσκονται στις καλύτερες θέσεις της φύσης. Το μονοπάτι
ανέβαινε απότομα. Οι τουρίστες εδώ είναι ελάχιστοι σε σχέση με τα
trekking στο Νεπάλ. Το πρώτο lodge (μικρό καταφύγιο) ήταν στα 3200 ένα
ικανοποιητικό ύψος για την πρώτη διανυκτέρευση στο βουνό. Τα μεγαλοπρεπή
και χιονισμένα βουνά μας έφερναν δέος, όταν μας επέτρεπε η ομίχλη να τα
αντικρίσουμε. Είχαμε αποφασίσει ότι θα τρώμε μόνο λαχανικά, μήπως
αποφύγουμε σαλμονέλα ή άλλα βακτήρια που εδρεύουν στα κακοσυντηρημένα
κρέατα.  Έτσι λοιπόν τα νούτλς με πολύ κάρυ ήταν ημερήσια διατροφική μας
συνήθεια με αρκετό νερό για την αφυδάτωση. Το νερό, αφού το εμπλουτίζαμε
με χάπια που θα σκότωναν τα μικρόβια, το περνούσαμε από μία ειδική
τρόμπα για να βγει καθαρό και έτοιμο για να χρησιμοποιηθεί από κάποιον
δυτικό (τα εμφιαλωμένα σε τέτοιο υψόμετρο, χωρίς βαστάζους δεν τα
αναζητάς).
   Τις επόμενες τέσσερις μέρες επάνω στο βουνό ο καιρός ήταν κλειστός με
αρκετά σύννεφα και ψιλοβρόχι. Το κρύο δυνατό και το αντιανεμικό μόνο του
δεν σε προστάτευε. Τα χωριουδάκια που συναντούσαμε δεν διέθεταν ούτε
ηλεκτρικό πόσο μάλλον τηλέφωνο. Το βλέμμα μας έτρεχε στις σημαίες
προσευχής που πολύχρωμες ήταν παντού αναρτημένες και ειδικά στα
μοναστήρια σε μεγάλα κοντάρια, οι συνθήκες υγιεινής έδειχναν
στοιχειώδεις και τα σπίτια ήταν φτιαγμένα με ξύλα χωρίς θέρμανση.
   Τα ξύλα που έκαιγαν τα χρησιμοποιούσαν μόνο για την παρασκευή ρυζιού,
που ήταν η βασική τους διατροφή. Επειδή τα δέντρα φύονται ελάχιστα σε
αυτό το υψόμετρο, πολλές φορές χρησιμοποιούν για να ανάψουν φωτιά τα
περιττώματα των γιάκ. Οι συνθήκες για τους ανθρώπους ήταν δραματικές.
Συναντήσαμε αρκετά μικρά παιδιά να περπατάνε κάμποσες ώρες μακριά από τα
χωριά τους, για να μεταφέρουν διάφορα πράγματα στο κεφάλι τους. Επειδή
το μονοπάτι κινούνταν στα σύνορα με το Νεπάλ, ήταν συχνό φαινόμενο να
συναντιόμαστε με Νεπαλέζους, που έμπαιναν στις Ινδίες για εμπορικούς
σκοπούς ή για την βοσκή των κοπαδιών τους (γιάκ: είδος βοοειδούς ). Εδώ
γινόταν και ο βουδιστικός χαιρετισμός «ναμαστέ» ενώνοντας τα χέρια στο
ύψος του στήθους και χαμηλώνοντας το κεφάλι. Στα φυλάκια οι στρατιώτες
δεν είχαν επικοινωνία μεταξύ τους. Αναγκαστήκαμε να κάνουμε και τους
αγγελιοφόρους μεταφέροντας σημειώματα από το ένα φυλάκιο στο άλλο. Έτσι
τελείωσε το πρώτο trekking για τον εγκλιματισμό και την επαφή με τους
ανθρώπους των Ιμαλαΐων, που ομολογώ μας άφησαν από τις καλύτερες
εντυπώσεις.
   Μετά από πεντάωρη ταλαιπωρία μέσα στο ταξί (όλα αυτά είναι παλιά 4Χ4
τζιπ που οδηγούνται από ανθρώπους αμφιβόλου οδηγικής ικανότητας, οι
δρόμοι κινούνται επάνω στα βουνά με φοβερή κλίση και απότομες στροφές,
που κάθε φορά λες σίγουρα δεν την γλιτώνω, τώρα θα με μαζέψουν από την
χαράδρα, η οποία είναι γύρω στα χίλια μέτρα κάτω) βρισκόμαστε στο
Darjeeling. Η απόκτηση άδειας για να μπούμε στο απαγορευμένο κρατίδιο
του Σικίμ δεν είναι εύκολη υπόθεση. Μετά από αρκετή ταλαιπωρία αποκτούμε
την άδεια και βγαίνουμε προς αναζήτηση ταξί για την πρωτεύουσα του Σικίμ
την Gangtok. Οι διαπραγματεύσεις ευοδώθηκαν και σε πεντέμισι ώρες
φτάνουμε μέσα σε καταρρακτώδη βροχή, στην πρωτεύουσα του Σικίμ. Μια
μεγαλούπολη αμφιθεατρικά χτισμένη με πολλές πολυκατοικίες, εξωτερικές
αποχετευτικές οδούς και πολυκοσμία. Βρίσκουμε ένα ξενοδοχείο κοντά στον
σταθμό και ακολούθησαν πανηγύρια, όταν διαπιστώσαμε ότι υπάρχει ντους
(είχαμε να πλυθούμε 6 ημέρες και δεν αντέχαμε ούτε τον ίδιο μας τον
εαυτό).
   Ήρθε η ώρα να επικοινωνήσουμε με την πατρίδα, να δώσουμε σημεία ζωής,
Τηλέφωνα υπάρχουν παντού και internet coffee στις μεγάλες πόλεις
βρίσκεις εύκολα. Μετά από ένα καλό -για τις Ινδίες- γεύμα βγήκαμε για
την διερεύνηση του δεύτερου trekking.
   Οι διαπραγματεύσεις άρχισαν για το τελικό και ομορφότερο trekking του
ταξιδιού. Έπρεπε να βρούμε κάποιο γραφείο που θα μας προμήθευε άδεια για
το βουνό, porters (αχθοφόρους) και μάγειρα. Η διαδρομή είναι πολύ μακριά
από κατοικημένες  περιοχές. Έπρεπε, λοιπόν, τρόφιμα και αντίσκηνα να
κουβαληθούν όλα στην πλάτη ή καλύτερα στο κεφάλι. Αφού τελειώσαμε με
τους ανθρώπους που θα είχαμε μαζί, την άλλη ημέρα ξεκινήσαμε για την
Yaksom. Οι πέντε ώρες ταξιδιού με τα γνώριμα πλέον ταξί και έναν οδηγό
που τον έπαιρνε ο ύπνος στο τιμόνι, χωρίς φόβο και πάθος, φάνηκαν πολύ
περισσότερες, και εμείς λέγοντας «τώρα ήρθε η ώρα μας, εδώ θα αφήσουμε
τα κοκαλάκια μας», να προσπαθούμε με διάφορους τρόπους, χωρίς να τον
προσβάλουμε, να τον ξυπνάμε.
   Η βροχή έπεφτε στην Yaksom, το χωριό, ένα πραγματικά μικρό και φτωχό
ινδικό χωριό με πολλά μοναστήρια στην γύρω περιοχή, σε ωραίο περιβάλλον,
μέσα στα δέντρα και ένα ποτάμι να κυλάει στην άκρη του χωριού
δημιουργώντας μικρές λίμνες. Τα σπιτάκια μικρά και χτισμένα από ξύλα,
νομίζεις ότι δεν θα αντέξουν στα δύσκολα καιρικά φαινόμενα που
επικρατούν το χειμώνα. Ο καιρός ήταν κλειστός γύρω-γύρω και η ηλεκτρική
τάση στο χωριό πεσμένη, το lodge που βρήκαμε ήταν σε αθλία κατάσταση,
αλλά δεν ξέραμε τι μας περίμενε στη συνέχεια. Η επόμενη μέρα μας βρήκε
να περνάμε από το στρατιωτικό φυλάκιο και να ανηφορίζουμε μαζί με τους
porters και τον μάγειρα προς τον πρώτο σταθμό, που ήταν στα 2600 μέτρα.
Ο καιρός τελικά δεν ήθελε να φτιάξει και στις τοπικές εφημερίδες στην
αγγλική έκδοση διαβάσαμε ότι ήταν πρωτόγνωρες και καταστροφικές για την
εποχή οι βροχές  στην περιοχή, καθώς το τσάι ήταν στην συγκομιδή του.
   Βρεθήκαμε στη ζούγκλα κινούμενοι πολύ γρήγορα και απολαμβάναμε την
παρθένα φύση. Πρώτη φορά ερχόμαστε τόσο κοντά με τέτοια πυκνή βλάστηση.
Τα δέντρα, τα φυτά και τα πουλιά, που ήταν γύρω μας τα βλέπαμε για πρώτη
φορά. Τα δέντρα θεόρατα έφταναν στον ουρανό και τα «σκοινιά» που
κρεμόντουσαν από αυτά, σου έδιναν την εντύπωση ότι κάπου θα δεις τον
Ταρζάν να αιωρείται από αυτά. Αφού φτάσαμε στον πρώτο σταθμό, λίγοι
ορειβάτες που κατέβαιναν από το βουνό, μας ενημέρωσαν για τον κακό μας
τον καιρό. « Κάθε μέρα βρέχει και ψηλά χιονίζει, η ορατότητα είναι
μηδενική και μόνο το πρωί γύρω στις 8 καθαρίζει για μισή ώρα και μετά
πάλι τα ίδια».
   Έτσι με παρέα το θολό τοπίο πέρασαν οι υπόλοιπες ημέρες μέχρι που μας
βρήκε η ημέρα του Πάσχα στα 4100 να κάνουμε εγκλιματισμό και να
τσουγκρίζουμε αυγά άσπρα αντί για κόκκινα. Στα ψηλά σημεία των βουνών
βλέπαμε κάποια κτίσματα, που δεν δικαιολογούσαν την παρουσία τους στο
δικό μας μυαλό. Μας έλυσε την απορία ο Νεπαλέζος μάγειρας. Είναι
«μάνι»,είπε, κάτι παρόμοιο με τους  σταυρούς, που τοποθετούν οι
χριστιανοί για τον δικό τους Θεό. Συνεχίσαμε να ανεβαίνουμε μέχρι τα
5000 μέτρα, όπου ήταν και το σημείο με την υπέροχη θέα, στην
Kangchejunga. Βρισκόμαστε στους πρόποδες των ψηλών κορφών. Για μισή ώρα
η θέα ήταν εκπληκτική. Οι τεράστιοι ορεινοί όγκοι, το όνειρό μας,
υψώνονταν μπροστά μας, ακόμα πιο μεγαλοπρεπείς από όσο τους είχαμε
φανταστεί. Το κρύο ήταν τσουχτερό, αλλά αποζημιωνόμαστε από την θέα
των κορφών. Μακάρι να μπορούσαμε να επιμηκύνουμε την παραμονή μας.
   Όμως είμαστε Δυτικοί και η «τακτοποιημένη» μας ζωή, δεν επιτρέπει
τέτοιες υπερβάσεις. Η επιστροφή μας  είχε τη γλυκιά γεύση της εκπλήρωσης
μιας επιθυμίας, της ικανοποίησης από την επίτευξη του στόχου μας.
   Η βροχή μας συνόδευε μέχρι την Yaksom. Η λάσπη είχε χωθεί μέχρι το
πετσί μας και η καθαριότητα ήταν από πλημμελής έως άθλια. Στο χωριό
νομίζαμε, ότι θα βρούμε συνθήκες πόλης. Γελαστήκαμε. Βρήκαμε μόνο δύο
κρεβάτια για ύπνο, που μύριζαν έντονα πετρέλαιο και θύμιζαν στρατιωτικό
θάλαμο, εξαιτίας των ψύλλων, που είχαν στήσει χορό. Το ντουζ μου έφερε
στο μυαλό μου τα παιδικά χρόνια. Μία κοπέλα ανέλαβε να ζεστάνει ένα
ντενεκέ νερό και με την βοήθεια μικρής κουμάρας το κρυώναμε, για να
μπορέσουμε να βγάλουμε τον ιδρώτα και την λάσπη που κουβαλούσαμε επάνω
μας για 9 ημέρες.
   Την άλλη μέρα ξεκίνησε ο Γολγοθάς της επιστροφής με ταξί στο
Siliguri. θα περνάμε από διάφορα Ινδουιστικά χωριά μια και τα βουδιστικά
βρίσκονται στα βουνά και οι άνθρωποι, αν και Ινδοί στην καταγωγή, καμιά
σχέση δεν έχουν, οι βουνίσιοι(βουδιστές) με τους πεδινούς (Ινδουιστές)
και στη φυσιογνωμία και στην καθαριότητα.
   Στις μεγάλες πόλεις των Ινδιών οι μισοί βράζουν τσάι και διάφορα
ζουμιά και οι άλλοι μισοί τα πίνουν. Η βρόμα από διάφορες βιολογικές
ανάγκες των ανθρώπων και των ιερών αγελάδων είναι αποπνικτική και η
κυκλοφορία στα όρια της τρέλας. Αναπολούσαμε τα βουνά και τους ήρεμους
ρυθμούς τους. Παρακαλούσαμε να περάσουν οι ώρες για να μπούμε στο
αεροπλάνο να μας φέρει κοντά στα αγαπημένα μας πρόσωπα. Ο Γιάννης
τελευταία ώρα ήθελε να δοκιμάσει φαγητό από πλανόδιο μαγαζί. Η δική μου
εμπειρία από την Συρία με ταλαιπωρία μιας εβδομάδας από σαλμονέλα με
συγκράτησε και προσπάθησα να  αποτρέψω και εκείνον. Αυτός τίποτα δεν
άκουγε, με αποτέλεσμα στο αεροπλάνο να κρατάει μια τουαλέτα για τον
εαυτό του και όταν ήταν έξω από αυτήν, χρησιμοποιούσε 3 θέσεις του
αεροπλάνου.
   Οι ρόδες του αεροπλάνου πάτησαν το Ελ. Βενιζέλος και εμείς
σκεφτόμαστε την Παταγονία και την ημερομηνία που θα μας βόλευε να την
επισκεφτούμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.