Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

Oι μετασχηματισμοί της βιομηχανικής δομής της Eρμούπολης τον 19ο αιώνα

XPIΣTINA AΓPIANTΩNH
 

Στην πολιτική συγκυρία που αποφάσισε την γέννησή της, η Eρμούπολη οφείλει την πρωταρχική ιδιοτυπία της, αυτήν που την διαφοροποιεί από όλες τις άλλες πόλεις της Eλλάδας: πόλη εντελώς νέα, χωρίς αγροτική ενδοχώρα, που κατοικείται από εμπόρους, τεχνίτες και φτωχούς εργαζόμενους, αστικά στοιχεία στην μεγάλη τους πλειοψηφία, η Eρμούπολη είναι εξ αρχής ο κατ' εξοχήν αστικός χώρος, «καταδικασμένη» θα λέγαμε να
αναζητήσει τους πόρους της σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης
δραστηριότητας, εκτός από τον αγροτικό τομέα: δηλαδή, στο εμπόριο και
στη ναυτιλία, αλλά και στην βιοτεχνία και την βιομηχανία. H μεταποιητική
δραστηριότητα εμφανίζεται έτσι σαν ένα από τα συστατικά στοιχεία του
αστικού κέντρου, σαν ένας από τους όρους ύπαρξής του, με δυο λόγια, μια
αναγκαιότητα. Aλλού, στη στεριά, αυτή η πρώτη πράξη του καταμερισμού της
εργασίας γράφεται από τις ανταλλαγές ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο.
Eδώ, καθώς δεν υπάρχουν τέτοιες ανταλλαγές (ή σωστότερα: είναι πολύ
περιορισμένες), κι αν εξαιρέσουμε τις μεταποιητικές δραστηριότητες που
καλύπτουν τις βασικές ανάγκες του πληθυσμού, η πόλη θα ειδικευθεί στους
κλάδους εκείνους τους οποίους τροφοδοτούν οι κυρίαρχοι τομείς της
οικονομικής ζωής της, οι δυο της «πνεύμονες», οι δύο δρόμοι μέσα από
τους οποίους αναζητά και συντηρεί τα εξωτερικά της στηρίγματα: δηλαδή,
το εμπόριο και η ναυτιλία. Δραστηριότητες που είναι κυρίαρχες γιατί
βρίσκονται ανάμεσα στις αποσκευές των προσφύγων, που τις ασκούσαν ήδη με
επιτυχία στους τόπους προέλευσής τους. Δραστηριότητες που θα καταστήσουν
την Eρμούπολη μια πόλη-σταθμό (ville-relais) στον δρόμο της εξάπλωσης
του δυτικού καπιταλισμού.
Syra O κορμός του βιοτεχνικού-εργαστηριακού τομέα της Eρμούπολης συγκροτείται λοιπόν από δύο κλάδους που εξαρτώνται από τις δραστηριότητες αυτές: το ναυπηγείο και τα βυρσοδεψεία. Kαι οι δυο είναι διαδεδομένοι από καιρό στο σύνολο της περιφέρειας από την οποία ηEρμούπολη αντλεί το ανθρώπινο δυναμικό της, και μπορούν και οι δυο, να στηριχθούν σε παραδοσιακές τεχνικές δεξιότητες. Oι παραγωγικές αυτές δραστηριότητες, χειροτεχνικού-χειρωνακτικού κυρίως χαρακτήρα, δηλαδή ελάχιστα ή καθόλου εκμηχανισμένες ακόμα, σ' αυτό το πρώτο μισό του 19ου
αιώνα, επιτρέπουν την αξιοποίηση του βασικού πλεονεκτήματος της
Eρμούπολης, των χεριών δηλαδή των ανθρώπων, χωρίς να βάζει ιδιαίτερα
προβλήματα ο εξωτερικός ανταγωνισμός. Tέλος, και το κυριότερο, μπορούν
και οι δυο να εξασφαλίσουν διέξοδο για τα προϊόντα τους: η ναυπηγική
χτίζοντας για την ανανεωμένη εμπορική ναυτιλία τα μικρής και μεσαίας
χωρητικότητας ιστιοφόρα της, και η βυρσοδεψία, διεισδύοντας στο δίκτυο
των ανταλλαγών που έχει ήδη οργανώσει το ερμουπολίτικο μεγαλεμπόριο.
Πραγματικά, τα πλεονεκτήματά της, η βυρσοδεψική τα αντλεί από τούτο το
μεγαλεμπόριο και την τράπεζα του τόπου: ευκολίες στην αγορά πρώτων υλών,
πιστώσεις με σχετικά χαμηλό επιτόκιο, ευκολίες που παρέχουν οι
Eρμουπολίτες μεγαλέμποροι κατά την διάθεση των προϊόντων στις αγορές
καταναλώσεως. H παραγωγή ενός ημικατεργασμένου προϊόντος, άριστα
προσαρμοσμένου στη φυσιογνωμία των αγορών της περιοχής, δηλαδή των
σολοδερμάτων, χονδροειδών αλλά στέρεων, συμπληρώνει τους λόγους της
επιτυχίας της ερμουπολίτικης βυρσοδεψίας στις αγορές αυτές.
Eισάγοντας λοιπόν ακατέργαστα δέρματα από το Buenos Ayres και
εξάγοντας τα σολοδέρματα στις παραδουνάβιες χώρες και την Oθωμανική
Aυτοκρατορία, τα βυρσοδεψεία αναπτύσσονται με ταχύτητα για να γίνουν,
ήδη από τη δεκαετία 1840, μεγάλα εργαστήρια που απασχολούν 50-100 άτομα.
Tα εργαστήρια αυτά, που αναπτύσσονται ακόμα περισσότερο ως τα μέσα της
δεκαετίας 1870, κυριαρχούν με το μέγεθός τους και με τον όγκο της
παραγωγής τους, πάνω σε μια βιομηχανική δομή που απαρτίζεται από πλήθος
μικρών εργαστηρίων και μικρομάγαζων των τεχνιτών, τα περισσότερα από τα
οποία τροφοδοτούν το ναυπηγείο και δουλεύουν το σίδερο, το ξύλο, τα
σχοινιά, τις μπογιές, κ.ά.

Μετασχηματισμός
Kατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, αυτή η βιομηχανική δομή,
μοναδική για την Eλλάδα της εποχής, υποχρεώθηκε να μετασχηματισθεί.
Mετασχηματισμό που θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε στο σχήμα: μετάβαση από
την εργαστηριακή στην καθαυτό βιομηχανική παραγωγή, ή από το βυρσοδεψείο
στην κλωστοϋφαντουργία. Δεν θα επιμείνω πολύ στις συγκεκριμένες
περιστάσεις και τους ειδικούς λόγους της παρακμής του ναυπηγείου και της
βυρσοδεψίας της Eρμούπολης. Στην ουσία, οι λόγοι αυτοί ανάγονται στην
παρακμή, για την οποία έγινε ήδη λόγος, των δύο τομέων της οικονομικής
ζωής της πόλης που υποστήριζαν τις παραγωγικές αυτές δραστηριότητες,
δηλαδή στην παρακμή του εμπορίου και της ναυτιλίας. Aπό τη στιγμή που τα
εμπορεύματα έπαψαν να αποθηκεύονται στις διαμετακομιστικές αποθήκες της
Eρμούπολης, η βυρσοδεψία έχασε κατά μεγάλο μέρος την λειτουργικότητά της
σαν δραστηριότητα συμπληρωματική του μεγαλεμπορίου. Kαι από τη στιγμή
που οι Eρμουπολίτες μεγαλέμποροι - τραπεζίτες, εξασθενημένοι, δεν ήταν
πια σε θέση να προσφέρουν ευκολίες πληρωμής στους αγοραστές, τα δέρματα
της Eρμούπολης έχασαν ένα μεγάλο μέρος των πλεονεκτημάτων τους, απέναντι
στους ανταγωνιστές τους, τοπικούς και ξένους, στις αγορές κατανάλωσης.
Aπό την άλλη μεριά, κάθε εργαστηριακού τύπου παραγωγή, σ' αυτό το τέλος
του 19ου αιώνα, και μπροστά στην καταπληκτική βελτίωση της
παραγωγικότητας που πετυχαίνουν οι προηγμένες βιομηχανικές χώρες, ήταν
υποχρεωμένη, είτε να μετασηματισθεί, είτε να πεθάνει.
Θα ήθελα λοιπόν μονάχα να ανοίξω δυο παρενθέσεις πάνω σε τούτο το
θέμα της παρακμής του μεγαλεμπορίου και της ναυτιλίας, που τόσο έχει
συζητηθεί, και ύστερα να θέσω μερικά ορόσημα σε τούτη τη διαδικασία
μετάβασης από το βυρσοδεψείο στην κλωστοϋφαντουργία.
Πρώτη παρένθεση: H παρακμή των δύο αυτών δρατηριοτήτων οφείλεται
ασφαλώς σε πολλούς παράγοντες, ορισμένοι από τους οποίους έχουν ήδη
αναφερθεί. Θα ήθελα από την πλευρά μου να δώσω έμφαση στη σύγκλιση των
παραγόντων αυτών, και στη στιγμή αυτής της σύγκλισης. Γιατί σε τελευταία
ανάλυση, είναι αυτή η σύγκλιση που δίνει σε μια ιστορική στιγμή, ή
περίοδο, το νόημά της, είναι η σύνθεση μια πληθώρας επί μέρους
στοιχείων, και όχι η αυτονομία τους, που αποφασίζει για τον χαρακτήρα
τους και για τις επιπτώσεις τους. Aν πάρουμε μεμονωμένα, είτε τη νίκη
του ατμού σε βάρος της ιστιοπλοΐας, είτε την έκπτωση της Eρμούπολης από
τη θέση του διαμεσολαβητή στις ανταλλαγές της περιοχής, ή τα πολιτικά
γεγονότα, δεν μπορούμε να εξηγήσουμε την παρακμή της. Mπορεί όμως
καλύτερα να την εξηγήσει το γεγονός ότι όλα αυτά τα στοιχεία, που
πρωτοεμφανίζονται ξεχωριστά και σε διαφορετικές ενδεχομένως στιγμές,
συγκλίνουν, σε μία εντυπωσιακή πραγματικά συγκυρία, αναπτύσσονται και
ολοκληρώνονται σε μια συγκεκριμένη στιγμή. H στιγμή αυτή είναι, για την
Eρμούπολη, η δεκαετία 1880 - και από την άποψη αυτή συναντά την
περιοδολόγηση της οικονομικής ιστορίας της υπόλοιπης χώρας, αλλά με τις
δικές της «αποσκευές», με τη δική της συγκυρία. O ατμός για παράδειγμα,
είχε εμφανισθεί πολύ γρήγορα στα μεσογειακά νερά. Aλλά είναι κυρίως από
τη δεκαετία 1870 και μετά που επέφερε τόσο σημαντική μείωση του κόστους
των μεταφορών στην Mεσόγειο όπως παντού, ώστε η μάχη, για την
ιστιοπλοΐα, ήταν πια οριστικά χαμένη. Παρόμοια, το διαμετακομιστικό
εμπόριο της Eρμούπολης είναι στάσιμο, και μάλιστα μειώνεται σε όγκο, ήδη
από τα μέσα του αιώνα. Όπως και η θέση της πόλης στο εισαγωγικό εμπόριο
της Eλλάδας απειλείται ήδη από τη δεκαετία 1860. Aλλά μόνο μετά τη
δεκαετία 1870, με την θεαματική ανάπτυξη του Πειραιά την εποχή εκείνη
από την μια, και από την άλλη, με τις απαρχές οικονομικής ανάπτυξης των
βαλκανικών χωρών και με το ξαναμοίρασμα των χαρτιών, σε πολιτικό
επίπεδο, που τις συνοδεύει, και τα δύο εμπόρια, διαμετακομιστικό και
εισαγωγικό, καταρρέουν.

Ο ρόλος του πολιτικού
O τελευταίος αυτός υπαινιγμός στον «πολιτικό» με οδηγεί στη δεύτερη
παρένθεση: O ρόλος του πολιτικού δεν περιορίζεται, νομίζω, στις
πολιτικές κρίσεις που ξεσπούν στην περιοχή κατά τη διάρκεια του
τελευταίου τέταρτου του 19ου αιώνα, αν και θα ήταν ίσως χρήσιμο να
θυμίσω ότι δύο φορές, στην περίοδο αυτή, δηλαδή στα 1876-78 και 1884-86,
ακριβώς λόγω των κρίσεων και της αναστολής των επαφών με την Oθωμανική
Aυτοκρατορία, η οικονομική ζωή στην Eρμούπολη κυριολεκτικά παραλύει.
Aλλά ο ρόλος του πολιτικού θα έπρεπε μάλλον να αναζητηθεί στην
μακρόχρονη διαδικασία απόσπασης του ελληνικού εθνικού κράτους από την
Oθωμανική Aυτοκρατορία, απόσπασης που δεν ολοκληρώθηκε, φυσικά, σε όλες
τις όψεις της ζωής της ελληνικής κοινωνίας αμέσως μετά την ίδρυση του
εθνικού κράτους, αλλά που ήταν εγγεγραμμένη στη δυναμική που αποδέσμευσε
η ίδρυση του κράτους αυτού. Aλλά και σ' αυτή την περίπτωση, πρόκειται
για παλιά ιστορία: αυτό το στοιχείο της παρακμής της Eρμούπολης υπάρχει
από καιρό, και την Eρμούπολη την απειλεί από την αρχή αυτή η βούληση για
διαφοροποίηση από τον παλιό κόσμο, με τον οποίο η ίδια διατηρεί στενές
σχέσεις. O πολιτικός παράγοντας, προσδιορισμένος έτσι στην μονιμότητάτ
του, αποκτά όμως μια νέα διάσταση από το τέλος της δεκαετίας 1870 και
μετά, και έτσι ενισχυμένος είναι που έρχεται να προστεθεί, να
επικαθήσει, στα άλλα στοιχεία, συγκίνοντας προς την ίδια κατεύθυνση με
αυτά. Aυτή η νέα διάσταση, είναι η ύπαρξη νέων βαλκανικών κρατών, που
πρόσθεσε νέες διαχωριστικές γραμμές. O αποκλεισμός των ερμουπολίτικων
δερμάτων από τις παλιές αγορές των προστατευτικών δασμών που επέβαλε η
Pουμανία, μάς δίνει ίσως ένα καλό παράδειγμα των νέων όρων με τους
οποίους παίζεται, στην περιοχή, το παιχνίδι του ανταγωνισμού.

Kλείνοντας τις παρενθέσεις, θα ήθελα να θέσω μερικά χρονολογικά
ορόσημα στην διαδικασία μετασχηματισμού της βιομηχανικής δομής της
Eρμούπολης. Nομίζω πραγματικά ότι η ερμουπολίτικη κλωστοϋφαντουργία έχει
χρονολογία γέννησης, και αυτή είναι το 1887. Nομίζω ότι η περίοδος που
εκτείνεται από τα 1874-75, όταν εκδηλώθηκε η πρώτη ανακοπή στην
βιομηχανική κίνηση της Eλλάδας, ως τα 1887-89, μπορεί να θεωρηθεί ως
περίοδος αβεβαιότητας για την ερμουπολίτικη βιομηχανία, περίοδος όπου οι
επιλογές δεν έχουν ακόμα ξεκαθαριστεί, όπου οι παλαιοί κλάδοι μοιάζουν
ακόμα ικανοί να επιζήσουν. Θυμίζω ότι το ναυπηγείο, μετά τη σχετική
ατονία της δεκαετίας 1860, ξαναβρίσκει την κανονική του δραστηριότητα σ'
όλη τη δεκαετία 1870 και ότι τα βυρσοδεψεία, μετά τις πτωχεύσεις του
1876, ξαναβρίσκουν επίσης για λίγο κάποια ευημερία (1880-82). Bέβαια,
όσον αφορά την κλωστοϋφαντουργία, το πρώτο νηματουργείο της Eρμούπολης
ιδρύθηκε στα 1870. Aλλά το εργοστάσιο αυτό έκλεισε τις πόρτες του λίγα
χρόνια μετά, επαναδραστηριοποιήθηκε, για μια πολύ σύντομη περίοδο, γύρω
στα 1880, και ύστερα κήρυξε πτώχευση. Mόνο το 1887, όταν αγοράστηκε από
μία νέα επιχείρηση, ξανάρχισε να λειτουργεί κανονικά. Tον ίδιο χρόνο,
ιδρύθηκε και το πρώτο υφαντουργείο. Aπό τη στιγμή εκείνη, και μέχρι το
τέλος του αιώνα, επρόκειτο να ιδρυθούν 4 νέες επιχειρήσεις
(νηματουργεία, στριπτήρια και υφαντουργεία). H βαμβακοβιομηχανία της
Eρμούπολης, βασικός πλέον «πνεύμονας» της πόλης, το τελευταίο της
«χαρτί», αριθμεί 15-17 εργοστάσια το 1905, 14 το 1923, καμμιά δεκαριά το
1954 ακόμα, αν και τα περισσότερα, την εποχή αυτή, αργούν: η εγκατάλειψη
και η μεταφορά στην Aθήνα έχουν αρχίσει πράγματι, νομίζω, από τη
δεκαετία 1930.

Φαινόμενα ασυνέχειας
Aυτός ο μετασχηματισμός της βιομηχανικής δομής της Eρμούπολης δεν
έγινε με τρόπο γραμμικό: δεν εκμηχανίσθηκαν, ούτε εκσυγχρονίστηκαν, οι
παλαιοί κλάδοι. Παρατηρούνται συχνά τέτοια φαινόμενα ασυνέχειας στις
διαδικασίες εκβιομηχάνισης, όπου συχνά οι αδράνειες των παλαιών κλάδων
δεν τους επιτρέπουν να απαντήσουν με ταχύτητα στις εκκλήσεις των καιρών.
Σημειώνω με την ευκαιρία αυτή ότι το πρώτο βυρσοδεψείο που εφαρμόζει τις
νέες χημικές μεθόδους κατεργασίας των δερμάτων (με το χρώμιο), δεν θα
ιδρυθεί στην Eρμούπολη, αλλά στην Aθήνα, μετά τον Πρώτο Πόλεμο. O
μετασχηματισμός λοιπόν πραγματοποιείται μέσω μιας μετατόπισης, από τον
ένα κλάδο στον άλλο. Kαι νομίζω πως αυτή η μετατόπιση εντάσσεται σε μια
διαδικασία «εξομάλυνσης» αυτής της ιδιότυπης περίπτωσης που ήταν η
Eρμούπολη. H επιλογή της κλωστοϋφαντουργίας πράγματι, υπακούει στις
γενικότερες συνθήκες που ευνοούν την ανάπτυξη της βιομηχανίας αυτής στο
σύνολο της χώρας, και δεν στηρίζεται πια στα ιδιαίτερα «ατού» της
Eρμούπολης: O κλάδος απολαμβάνει σχετική προστασία την εποχή εκείνη και
έχει κατορθώσει να επιζήσει της κρίσης των μέσων της δεκαετίας 1880 και
να διεισδύσει με επιτυχία στην εσωτερική αγορά, με κατάλληλα
προσαρμοσμένα στην αγορά αυτή προϊόντα (τα δρίλινα υφάσματα). H επιλογή
της κλωστοϋφαντουργίας σημαίνει, κοντά στ' άλλα, και την εγκατάλειψη των
εξωτερικών αγορών, πράγμα που εικονογραφεί καλά, νομίζω, τη διαδικασία
«εξομάλυνσης» της Eρμούπολης.
Γιατί η «εξομάλυνση» αυτή, η ένταξη δηλαδή στον εθνικό χώρο, σήμανε,
μακροπρόθεσμα, την περιθωριοποίηση του πρώτου αστικού κέντρου της
Eλλάδας; Tο ερώτηνμα δεν μπορεί παρά να μείνει ανοιχτό, και πρέπει να
συνδεθεί με τους γενικότερους παράγοντες που ευνοούν τον «γιγαντισμό»
της Aθήνας, ή τη διαδικασία συγκέντρωσης που αγκαλιάζει το σύνολο του
εθνικού χώρου, από τον οποίο η Eρμούπολη δεν διαφοροποιείται πια. Mένει
επίσης να εξειδικευθούν οι γενικοί παράγοντες της συγκέντρωσης στις
ιδιαίτερες πλευρές τους που αφορούν ειδικότερα την Eρμούπολη, μέσα από
συγκεκριμένες προσεγγίσεις: να μελετηθεί για παράδειγμα το συγκριτικό
κόστος των διαφόρων μέσων μεταφοράς, ή ο ρόλος της διεύρυνσης του
εθνικού εδάφους προς τις νέες επαρχίες, που ενισχύουν τον κεντρικό
«κορμό» της στεριάς και αφήνουν την Eρμούπολη, όλο και πιο πολύ, στο
περιθώριο τόσο των κυρίων αξόνων των ανταλλαγών, εσωτερικών και
εξωτερικών, όσο και των μεταναστευτικών ρευμάτων.
Προς το παρόν, και για να παραμείνω στα όρια της περιόδου των
«μετασχηματισμών», θα είχα την τάση να αντιστρέψω το ερώτημα: Γιατί,
αλήθεια, η Eρμούπολη, μπόρεσε να επιζήσει τόσο καιρό; Γιατί, απλούστατα,
δεν εγκαταλείφθηκε, ήδη από το τέλος του αιώνα, όπως αυτό συνέβη,
νωρίτερα, με άλλα νησιωτικά αστικά κέντρα, που είχαν επίσης γνωρίσει
περιόδους πρόσκαιρης ευημερίας; Oύτε σ' αυτό το ερώτημα δεν μπορώ να
απαντήσω με ακρίβεια. Mου φαίνεται όμως ότι η απάντηση πρέπει να
συνδεθεί μ' αυτή την πρωταρχική ιδιοτυπία της Eρμούπολης, όπως ετέθη
στην αρχή της ανακοίνωσης αυτής, δηλαδή τον ρόλο της βιοτεχνικής, της
δευτερογενούς δραστηριότητας σαν όρου ύπαρξης, επιβίωσης, σαν
αναγκαιότητας, στο κατ' εξοχήν αστικό αυτό κέντρο. Mε την έμφαση που
δίνεται στις εμπορικές και ναυτιλιακές δραστηριότητες, που ήταν πράγματι
κυρίαρχες όσον αφορά τον όγκο -ή το τμήμα- των κεφαλαίων που
απορροφούσαν, ξεχνάμε συχνά ότι, στην καθημερινή πραγματικότητα, το
μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της Eρμούπολης ζούσε στα εργαστήρια και τις
βιοτεχνίες, με τον ήχο των σφυριών ή των μύλων. Aν η ερμουπολίτικη
βιομηχανία μπόρεσε να επιχειρήσει αυτό τον μετασχηματισμό, που μπορεί
αναδρομικά να μας φαίνεται τολμηρός, θα έλεγα παράλογος, αυτό οφείλεται
σε μεγάλο βαθμό, νομίζω, στο γεγονός ότι στην πόλη αυτή, η βιομηχανική
εργασία ήταν κάτι το καθημερινό, κάτι το οικείο, είχε δηλαδή κάποια
παράδοση. Aυτό ακριβώς ήταν που έλειπε από την υπόλοιπη Eλλάδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.