Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΧΑΡΗΣ ΣΤΗΝ ΤΗΝΟ Το ιδεολόγημα της καλλιτεχνικής έκφρασης

Της Κατερίνας Σεραιδάρη
 

Ο Δ. Βασιλειάδης (2003 : 28) ισχυρίζεται ότι η εκκλησία της Ευαγγελίστριας έχει δεχτεί ξένες επιρροές : «Και οι θόλοι ψηλοί, τεθλασμένοι, υπερυψωμένοι, σε έκφραση και αλληγορία κελτικού, τευτονικού δάσους ΄ η έκσταση της φραγκοντηνιακής εκδοχής, ο καθολικισμός ντυμένος την οξύτητα του γοτθικού σε στρογγύλωση και μαλακότητα μεσογειακή. Η εκκλησία της Μεγαλόχαρης θυμάται στο εσωτερικό της τη φράγκικη μητρόπολη της μεσαιωνικής πρωτεύουσας του νησιού και του κάστρου της». Δεν είναι σίγουρα τυχαίο ότι ο ίδιος εκφράζεται θετικά για την συνύπαρξη καθολικών και ορθόδοξων : «Μισοί μισοί. Είχανε αγγίξει τον οικουμενισμό από τη φραγκοκρατία, ξεκινημένοι αλλιώς, για να φτάσουνε αλλού. Μικτή κοινωνία, η συλλειτουργία τούς ένωνε, ο συνεκκλησιασμός τούς έδενε και οι μικτοί γάμοι τούς ενοποιούσαν σε γονιμότητα αράγιστη γεμάτη ιστορικές μνήμες. Ετερόδοξες ψυχές χωνεύανε στο ίδιο καμίνι, βγάζοντας τον ίδιο ψημένο πηλό : ελληνικότητα» (ό.π. : 35). Αυτό το απόσπασμα δείχνει τον τρόπο με τον οποίο το θέμα του αρχιτεκτονικού ρυθμού του εμβληματικού ναού του σύγχρονου Ελληνισμού μπορεί να συνδεθεί με τον πλουραλισμό της τοπικής τηνιακής κοινωνίας. Βέβαια, το ζητούμενο εδώ είναι ξεκάθαρο : ο λόγος περί ελληνικότητας(*1). Κατά τον Βασιλειάδη, οι θρησκευτικές διαφορές και το «μπασταρδεμένο» καλλιτεχνικό στυλ δεν θίγει διόλου την ελληνικότητα ούτε των κατοίκων ούτε του αρχιτεκτονικού ρυθμού της Ευαγγελίστριας.
Ο Θ.Γ. Παπαμανώλης (2006 : 29) αναφέρεται, χωρίς να κατανομάζει τον Γεώργιο Δροσίνη (1992 : 20) (*2), στον χαρακτηρισμό που αυτός έδωσε για τον αρχιτεκτονικό ρυθμό της Ευαγγελίστριας : «απομίμησις του παρηκμακότος βυζαντιακού ρυθμού». Κατά την γνώμη του, πρόκειται για ακαθόριστο ρυθμό, «επιτυχής εκδήλωσις της αισθητικής αντιλήψεως του αμορφώτου και ανωνύμου Έλληνος αρχιμάστορη, όστις, υπό την δουλείαν των Φράγκων και των Τούρκων, μάς έδωσε κατά τους τελευταίους αιώνας την απόδειξην της επιβιώσεως του καλλιτεχνικού αισθήματος του λαού μας».
Είδαμε την θετική αναφορά στο Βατικανό που είχε κάνει η Παρρέν, μιλώντας για τον ανάλογο πολιτικό ρόλο που θα μπορούσε να παίξει η Τήνος σε εθνικό και ίσως ευρωπαϊκό επίπεδο. Ανάλογη σύγκριση συναντάται και σ' ένα κείμενο του Κώστα Στεργιόπουλου (1993 : 65-66) με αρνητική όμως διάθεση αυτή την φορά, αφού το Βατικανό συνδέεται με την κατάχρηση εξουσίας και τους υπόγειους τρόπους άσκησης της : «Κι' αληθινά, η Παναγία αποτελεί για την Τήνο το μεγάλο της προνόμιο και τη μεγάλη της παραφωνία, ένα είδος «κράτους εν κράτει», που θυμίζει την παπική εκκλησία τον καιρό της ακμής της». Θεωρεί στην συνέχεια ότι η εκκλησία της Ευαγγελίστριας θα ήταν «πιο ταιριαστή και κατάλληλη για καθεδρικός ναός σε κάποια σκοτεινή και συννεφιασμένη πόλη του «βορρά» παρά για έδρα πανελλήνιου προσκυνήματος». Εδώ η εκκλησία, αρχιτεκτονικά αλλά και διοικητικά, θεωρείται ότι είναι αταίριαστη με το φυσικό και πολιτισμικό περιβάλλον της, ξένο σώμα και φορέας άλλων νοοτροπιών.
Είναι γεγονός ότι η Ευαγγελίστρια δέχτηκε πολλές κριτικές για την αισθητική της μορφή. Το 1924 μάλιστα ο Τήνιος βουλευτής Κωνστ. Αλαβάνος προώθησε νομοθετική ρύθμιση για την ανέργεση νέου και μεγαλύτερου ναού στην Τήνο. Κι αυτό για να εκλείψει ο υπάρχων ναός και «ο νοθογενής ρυθμός του οικοδομήματος τούτου, όστις μετέχει τζαμίου τουρκικού, ξενοδοχείου καραβανίων, βυζαντινής και ρωμαϊκής εκκλησίας...» (Δανούσης, 2005 : 466). Βεβαίως τα σχέδια του δεν ευοδόθηκαν. Η πρόταση αυτή δείχνει, από την μια, ότι το θέμα του αρχιτεκτονικού ύφους της εκκλησίας απασχολούσε και την τοπική κοινωνία, και από την άλλη, ότι συνδεόταν και με την πολιτική. Ένας τοπικός βουλευτής φαίνεται εδώ αρμόδιος να κρίνει αν η πιο πολυσύχναστη εκκλησία της χώρας θυμίζει ή όχι τούρκικο τζαμί (και ακολούθως να διορθώσει τα κακώς έχοντα). Στην περίπτωση αυτή, δεν είναι ίσως τυχαίο ότι βρισκόμαστε ακριβώς μετά την Μικρασιατική καταστροφή : το πεπρωμένο της Ελλάδας επανακαθορίζεται, και η αποστολή της Τήνου επίσης. Η πρόταση φαίνεται ουτοπική, έως και παράλογη, αν σκεφτεί κανείς τις ανάγκες των χιλιάδων προσφύγων που χρήζαν βοήθειας και αποκατάστασης την στιγμή εκείνη. Εφόσον μάλιστα ένα μεγάλο μέρος των προσκυνητών της Τήνου, ο «υπόδουλος Ελληνισμός της Ανατολής» που ερχόταν στο νησί στα χρόνια της ακμής του, βρισκόταν τώρα σε τόσο κρίσιμη κατάσταση. Είναι σίγουρο ότι ο αριθμός των προσκυνητών θα είχε γνωρίσει πτώση εκείνη την περίοδο. Και όμως, η ανεδαφική αυτή πρόταση μπορεί να κατανοηθεί αν ερμηνεύσουμε σωστά τις συμβολικές προεκτάσεις της : είναι σαν να θέλει ο Αλαβάνος να ξαναδώσει μεγαλείο στην ίδια την χώρα που γνώρισε μια τέτοια καταστροφή, μέσα από την ανέγερση μιας ακόμα πιο λαμπρής Ευαγγελίστριας.
Το 1928, ο Ν. Λούβαρις (3) (1997 : 51-52) που έρχεται στην Τήνο για να εξερευνήσει τα σπήλαια του νησιού με επιστημονική ομάδα σπηλαιολόγων και γεωγράφων, εκφράζει κι αυτός την αποδοκιμασία του για τον ναό της Ευαγγελίστριας, που αποτελεί «διατάραξιν των ηρέμων ελληνικών γραμμών της λαϊκής τέχνης». Ο ναός είναι «κακόζηλος απομίμησις ρυθμών των μεταγενεστέρων χρόνων της Αναγεννήσεως άνευ ίχνους ελληνικής γραμμής». Όποιος τον επισκέπτεται αισθάνεται «ότι κάτι τού λείπει, ότι δεν είναι ακραιφνώς ελληνικός». Ο Λούβαρις γνωρίζει τα μεγαλεπίβολα σχέδια που συζητούνται για ανοικοδόμηση νέου μεγαλύτερου ναού (αναφέρει μάλιστα σχέδιο Τήνιου μηχανικού με προϋπολογισμό 302 δισεκατομμυρίων) και δηλώνει την αντίθεσή του προς αυτά. Αντιτάσσει το πραγματιστικό επιχείρημα ότι ακόμα και μια πιο μεγάλη εκκλησία ποτέ δεν θα χωρούσε ολόκληρο το πλήθος των προσκυνητών, ενώ τον υπόλοιπο χρόνο κανείς δεν θα εκκλησιαζόταν σε αυτήν «δια το αχανές». Προτείνει τελικά να γίνει πανελλήνιος διαγωνισμός και να συσταθεί επιτροπή στην οποία θα συμμετέχουν «Έλληνες καλλιτέχναι βυζαντινολόγοι» και αυτή «να διασκευάση εις ελληνικόν τον υπάρχοντα [ναό]».
Είναι βεβαίως η εποχή όπου ο νεοβυζαντινισμός με το Κόντογλου και τον Πικιώνη επιβάλλεται ως αισθητική άποψη. Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα δεσπόζει μια γενικότερη απαξίωση της βυζαντινής τέχνης : για παράδειγμα ο Επισκοπόπουλος σε άρθρο του στην εφημερίδα Το Άστυ στις 14 Μαϊου του 1894 επικρίνει την λειτουργική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τον διάκοσμο και την βυζαντινή μελοποιία «αντιπροτείνοντας ως πρότυπο την καθολική εκκλησία και την επτανησιακή παράδοση εκκλησιαστικής ζωγραφικής» (Ματθιόπουλος, 2005 : 513, σημ.19). Την ιδεολογική στροφή που συντελείται από το 1900 και πέρα (με τον Κωστή Παρθένη που προσπαθούσε να αναβιώσει την βυζαντινή τέχνη στον Άγιο Γεώργιο του Πόρου και τον Γεώργιο Ιακωβείδη που έλεγε ότι ακολουθούσε την βυζαντινή παράδοση όταν ζωγράφιζε έργα με θρησκευτικό περιεχόμενο) αντανακλούν οι διιστάμενες απόψεις περί «ελληνικότητας» της Τήνου.
Ο Τήνιος Δ. Σοφιανός (2005 : 452) τονίζει ότι η Ευαγγελίστρια χτίστηκε υπό την επιστασία «του εμπνευσμένου αρχιτέκτονα Ευστρατίου του Σμυρναίου» και ότι η ανέγερσή της σε τόσο δύσκολους καιρούς «απετέλεσε πραγματικό θαύμα». Σύμφωνα με το φυλλάδιο που διανεμόταν στην Τήνο το 1995 (σελ.13), «ο ναός της Μεγαλόχαρης είναι το πρώτο κτίσμα της νεώτερης Ελλάδας. Το πρώτο αξιόλογο αρχιτεκτονικό μνημείο του απελευθερωμένου Έθνους [...]. Ένας απ' τους αυστηρότερους αρχιτέκτονες της πατρίδας μας, ο Καυτατζόγλου, θεωρούσε το ναό της Ευαγγελίστριας σαν ένα από τα χαρακτηριστικότερα έργα πού 'γιναν στην Ελλάδα κατά την απελευθέρωση».
Τελικά τι είναι η εκκλησία της Τήνου, που έκανε οκτώ χρόνια για να ολοκληρωθεί κτιριακά, από το 1823 ως το 1831 : ένα κτίριο που δέχτηκε τις καθολικές επιδράσεις των καθεδρικών ναών του βορρά ή τις ανατολίτικες επιδράσεις του τούρκικου τζαμιού; Ένα έργο λόγιο ή λαϊκό ; Και είναι αλήθεια ότι εκφράζει την «έμφυτη» καλλιτεχνία του ελληνικού λαού, ο οποίος πάντα αντιστάθηκε στους κατακτητές και στις ξένες καλλιτεχνικές επιρροές ; Δεν θα δώσω απάντηση σε αυτό το ερώτημα, όπως και σε πολλά άλλα που τίθενται στο βιβλίο αυτό. Σύμφωνα όμως με την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (1975 : 267-268), πρόκειται για μια βασιλική, της οποίας η τοξοστοιχία αποτελεί «στοιχείο ελαφρό και χαριτωμένο, μέσα στο πνεύμα του ανατολίτικου ροκοκό που διέπει ολόκληρο το κτιριακό συγκρότημα». Έχουμε αθρόα ανοικοδόμηση βασιλικών σε όλο τον 18ο και τον 19ο αιώνα και ίσως «σύγχρονα πρότυπα με αυθεντία, όπως ο νέος πατριαρχικός ναός που κτίστηκε στην Πόλη» το 1720 να έπαιξαν τον ρόλο τους στην επιβολή αυτού του αρχιτεκτονικού τύπου, που είχε μεγάλη εξάπλωση στην παλαιοχριστιανική και μεσοβυζαντινή εποχή.
Η Ευαγγελίστρια ακολουθεί τελικά την μόδα της εποχής της. Δεν είναι άλλωστε το μόνο εκκλησιαστικό κτίριο που θέτει τέτοιου είδους προβλήματα. Η Λίλα Μαραγκού μιλά για την μακρόχρονη βενετσιάνικη κατοχή στην Αμοργό, που κράτησε από το 1296 ως το 1537. Κατά την περίοδο αυτή, έγιναν σημαντικές αλλαγές και επεκτάσεις στο κτίριο της τοπικής Μονής που είναι αφιερωμένο στην Παναγία την Χοζοβιώτισσα. Και τα «οξυκόρυφα τόξα στην είσοδο» και στον εσωτερικό χώρο αποτελούν «καθαρά αντιβυζαντινό στοιχείο» και μαρτυρούν «την δυτική επίδραση στην τέχνη των ανώνυμων μαστόρων» (1996 : 28). Τα εκκλησιαστικά κτίρια εξελίσσονται με το χρόνο και είναι προϊόντα των κοινωνικών και ιστορικών συνθηκών. Δεν μάς μιλούν περί ελληνικότητας, μάς μιλούν για την μετακίνηση των πληθυσμών και την αλλαγή των πολιτικών καταστάσεων, για τον μετασχηματισμό των αισθητικών απόψεων και των ιδεολογικών επιρροών από εποχή σε εποχή.
Σημειώσεις
1 Ο Δ. Βασιλειάδης έχει γράψει και για τα λαϊκά σπίτια της Κρήτης, στα οποία αναζητά σημάδια από μινωικές καταβολές. Την στάση αυτή έχει κατακρίνει ο Δ. Φιλιππίδης (1983 : 221), ο οποίος χρησιμοποιεί το παράδειγμα αυτό, μαζί με άλλα, για να δείξει «τη ζωτικότητα που διαθέτουν οι αναπαραγωγικοί μηχανισμοί της ιδεολογίας» που διαμορφώνουν την ελληνική αρχιτεκτονική.

2Κάνει μνεία όμως στον Δροσίνη στην σελίδα 48, όσον αφορά τις παρατηρήσεις του για το γραφικό θέαμα του πλήθους με τις διαφορετικές εθνικές ενδυμασίες στην Τήνο.

3 Ο καθηγητής και μετέπειτα ακαδημαϊκός Νικόλαος Λούβαρις (1887-1961) ήταν ένας από τους «οραματιστές» όσον αφορά τον περιηγητικό τουρισμό στην Τήνο. Αυτός ενθάρρυνε τον Ιωάννη Τερζόπουλου να εκδώσει σε τόσο πρώιμη εποχή την εφημερίδα Τουριστική Τήνος, κάτι που πραγματοποιήθηκε το 1943 (Δανούσης, 2005 : 343). Ο Λούβαρις πίστευε ότι η αντίκρουση της «κομμουνιστικής προπαγάνδας» στην Ελλάδα έπρεπε να γίνει με «πνευματικά όπλα». Είχε γνωρίσει προσωπικά τον Χίτλερ, μετείχε του Ελληνογερμανικού Συνδέσμου, αλλά δεν δίστασε το 1940, λίγους μήνες πριν την έκρηξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου, να δώσει μια διάλεξη στην Θεσσαλονίκη με θέμα την συμβολή των Εβραίων στον πολιτισμό της ανθρωπότητας.

Βιβλιογραφία
Βασιλειάδης Δ., «Τήνος, το νησί της προσδοκίας» [1973], Φθάνοντας στην Τήνο, Αθήνα, Ερίννη, 2003.
Δανούσης Κώστας, «Η νεότερη Τήνος», σελ.271-354, Μάρκος Φώσκολος (επιμ.), Τήνος. Ιστορία και πολιτισμός, τόμος Α, Αθήνα, Δήμος Εξώμβουργου Τήνου, 2005.
Δανούσης Κώστας, «Διοίκηση του πανελληνίου Ιδρύματος της Ευαγγελιστρίας Τήνου», σελ.461-468, Μάρκος Φώσκολος (επιμ.), Τήνος. Ιστορία και πολιτισμός, τόμος Α, Αθήνα, Δήμος Εξώμβουργου Τήνου, 2005.
Δροσίνης Γεώργιος, Τρεις ημέραι εν Τήνω [1883], Αθήνα, Ερίννη, 1992.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, «Ο Ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία (περίοδος 1669-1821). Τουρκοκρατία-Λατινοκρατία», τόμος ΙΑ, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., 1975.
Λούβαρις Ν., «Τήνος. Η νήσος των σπηλαίων και των όφεων» [1987], Άλλος για την Τήνο, Αθήνα, Ερίννη, 1997.
Μαραγκού Λίλα, Μονή Παναγίας της Χοζοβιώτισσας [1988], Αθήνα, 1996, τρίτη έκδοση.
Ματθιόπουλος Ευγένιος Δ., Η τέχνη πτεροφυεί εν οδύνη. Η πρόσληψη του νεορομαντισμού στο πεδίο της ιδεολογίας, της θεωρίας της τένης και της τεχνοκριτικής στην Ελλάδα, Αθήνα, εκδόσεις Ποταμός, 2005.
Παπαμανώλης Θ.Γ., Τήνος. Το νησί της Παναγίας [χ.χ], Αθήνα. Ερίννη, 2006.
Σοφιανός Δημήτρης Ζ., «Ιερά Μονή Κεχροβουνίου Τήνου. Ιστορική προσέγγιση», Κώστας Δανούσης (επιμ.), Ιερά Μονή Κεχροβουνίου Τήνου, Αθήνα, εκδόσεις Δεδεμάδη, 1999.
Στεργιόπουλος Κώστας, «Το φως και το χρώμα της Τήνου» [1965], Ταξίδεψαν στην Τήνο, Αθήνα, Ερίννη, 1993.
Φιλιππίδης Δ., «Σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική και ελληνικότητα», Δημήτρης Γ. Τσαούσης (επιμ.), Ελληνισμός-Ελληνικότητα. Ιδεολογικοί και βιωματικοί άξονες της νεοελληνικής κοινωνίας, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1983.
Σημείωση «Α»:Το παραπάνω κείμενο αποτελεί απόσπασμα του βιβλίου της Κ.Σεραιδάρη «Μεγάλη η χάρη της. Λατρευτικές πρακτικές και ιδεολογικές συγκρούσεις στις Κυκλάδες».Εκδ.ΕΡΙΝΝΗ 2007,σελ.121-127

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.