Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2013

ΒΙΒΛΙΟ Για τη βιώσιμη ανάπτυξη στη Σύρο

Απόστολου Χατζηπαρασκευαίδη
«Βιώσιμη ανάπτυξη και ευαισθητοποίηση φορέων : η περίπτωση της Σύρου»
Έκδοση Τοπικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ν.Κυκλάδων

EΡΜΟΥΠΟΛΗ 2008


Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΠΙΛΑΝΗ*

Παρά τις διαφορές που παρουσιάζουν μεταξύ τους -όσον αφορά παραμέτρους όπως το μέγεθος, ο πληθυσμός, η γεωγραφική θέση, ο βαθμός απομόνωσης, οι κυρίαρχες οικονομικές δραστηριότητες, ο πολιτισμός, η διοικητική εξάρτηση κλπ- τα νησιά έχουν ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που συνθέτουν την ταυτότητα τους: τη νησιωτικότητα. Οι ιδιαιτερότητες αυτές- όταν ιδωθούν συνδυασμένες και όχι μεμονωμένες- τα διακρίνουν σαφώς από τις άλλες περιοχές, οι οποίες επίσης αναφέρονται ως προβληματικές, όπως είναι οι αγροτικές, οι παράκτιες, οι ορεινές.
Τα χαρακτηριστικά της νησιωτικότητας μπορούν να ταξινομηθούν ως εξής:
α. Το μικρό μέγεθος τόσο ως προς την έκταση, όσο και ως προς τον πληθυσμό. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα μικρά νησιά, αλλά και για τα μεγαλύτερα, πάντα συγκρινόμενα με την ηπειρωτική χώρα. Με βάση το χαρακτηριστικό αυτό τα νησιά έχουν:
α.1. Περιορισμένη ποικιλία και ποσότητα φυσικών πόρων, μειώνοντας έτσι τις δυνατότητες για παραγωγικές δραστηριότητες ιδιαίτερα μεγάλης κλίμακας. Η έλλειψη φυσικών πόρων μπορεί να περιγραφεί κυρίως από το ανάγλυφο του εδάφους, τη κατανομή των χρήσεων γης, την ανεπάρκεια των υδάτινων πόρων.
  1. α.2. Μικρή αγορά: η ύπαρξη μικρής τοπικής αγοράς, διάσπαρτης σε πολλές μικρές κοινότητες και οικισμούς και ουσιαστικά απομονωμένης από τις γειτονικές της αγορές, αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την ανάπτυξη δραστηριοτήτων μεγάλης κλίμακας, όπως απαιτεί μέχρι σήμερα το σύγχρονο μοντέλο ανάπτυξης.
  2. α.3. Περιορισμένη φέρουσα ικανότητα από φυσικής, οικονομικής και κοινωνικής πλευράς. Τα νησιωτικά οικοσυστήματα έχουν μειωμένη δυνατότητα (φέρουσα ικανότητα) να υποστηρίξουν δραστηριότητες μεγάλης κλίμακας χωρίς να υποστούν σοβαρή αλλοίωση της φυσιογνωμίας τους και της κοινωνίας τους, (δεδομένου ότι οι φυσικοί και οι ανθρώπινοι πόροι είναι περιορισμένοι), και χωρίς να διατρέξουν κίνδυνο να διαταραχτεί καθοριστικά η ισορροπία τους.
  3. β. Η περιφερειακότητα και η απομόνωση. Στο στοιχείο της περιφερειακότητας, που χαρακτηρίζει τη μεγάλη πλειοψηφία των νησιών -δεδομένου ότι βρίσκονται σε απόσταση, τόσο από τα οικονομικά και πολιτικά κέντρα λήψης αποφάσεων όσο και από τα μεγάλα αστικά κέντρα- προστίθεται και εκείνο της φυσικής τους απομόνωσης, εξ αιτίας της ασυνέχειας του χώρου. Στην περίπτωση των νησιωτικών συμπλεγμάτων παρατηρείται το φαινόμενο της "διπλής νησιωτικότητας" των μικρότερων νησιών που κινούνται ως δορυφόροι των μεγαλύτερων στην πληθώρα των ευρωπαϊκών αρχιπελάγων (πχ. Β.Αιγαίο, Azores, Canaria, Κυκλάδες, Δωδεκάνησα, Νησιά Ιονίου, Western Isles, Orkney, Gouadeloupe, Balears).
  4. Ο συνδυασμός των παραπάνω συνεπάγεται αυξημένο κόστος που εκφράζεται ως: κόστος σε χρόνο, κόστος χρηματικό, τόσο σε ότι αφορά τη λειτουργία των επιχειρήσεων όσο και τη διαβίωση των κατοίκων. κόστος απόκτησης υποδομών και λειτουργίας βασικών δημόσιων υπηρεσιών, κόστος από την έλλειψη επιλογών, κόστος ενημέρωσης.
  5. γ. Η ιδιαίτερη βιωματική ταυτότητα που έχει επηρεαστεί από τις ιδιαιτερότητες του νησιωτικού χώρου, ο οποίος δημιουργεί ένα "κλίμα" μέσα στο οποίο διαπλάθεται ο νησιώτης και επηρεάζει πολύ το τρόπο σκέψης και δράσης του. Ενώ για τον επισκέπτη το νησί αποτελεί ένα τόπο διακοπών και "απόδρασης" από τη πραγματικότητα, για τον μόνιμο κάτοικο αποτελεί έναν χώρο περιορισμένο, που ευνοεί τη φυγή.
  6. δ. Το ιδιόμορφο, πλούσιο αλλά και εύθραυστο φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, που έχει ανάγκη ιδιαίτερης διαχείρισης στην προοπτική της αειφόρου ανάπτυξης.

Εξετάζοντας τους δείκτες που αφορούν το κατά κεφαλή ακαθάριστο προϊόν και τη διάρθρωση του ανά τομέα, τη δημογραφία, το επίπεδο εκπαίδευσης των κατοίκων, την απασχόληση, τη παραγωγικότητα, το επενδεδυμένο κεφάλαιο, τη πραγματοποιούμενη έρευνα, κλπ - δηλαδή τους δείκτες που αναφέρονται στην ανταγωνιστικότητα και τη δυναμικότητα των οικονομιών - διαπιστώνει κανείς ότι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, τα νησιά παρουσιάζουν σημαντικές αποκλίσεις από τις ηπειρωτικές περιφέρειες και ειδικότερα τις πιο δυναμικές από αυτές και συμπεριλαμβάνονται μεταξύ των λιγότερο αναπτυγμένων περιφερειών της Ε.Ε.
Οι ανισότητες αυτές συχνά δεν είναι "ορατές", διότι κυρίως τα οικονομικά μεγέθη που θα τις κατεδείκνυαν αναφέρονται συνήθως σε επίπεδο νομού ή περιφέρειας. Ας υπογραμμιστεί εδώ ότι στο νησιωτικό χώρο οι ενδοπεριφερειακές ανισότητες έχουν πολύ μεγαλύτερη σημασία απ' ότι στην ηπειρωτική χώρα, διότι η φυσική απομόνωση που δημιουργεί η θάλασσα, δεν επιτρέπει σχεδόν κανενός είδους "όσμωση" μεταξύ νησιών, όπως γίνεται μεταξύ των πόλεων και της ενδοχώρας τους: η ύπαρξη επαρκών υποδομών ή θέσεων εργασίας σε ένα νησί δεν οφελεί σε καμία περίπτωση τους κατοίκους του γειτονικού νησιού. Παράλληλα, η φέρουσα ικανότητα του κάθε νησιού δεν μπορεί να συνδυαστεί με εκείνη των γειτονικών, έτσι ώστε να «παρακαμφθούν» προβλήματα στενότητας πόρων, ανθρώπινων και φυσικών.
Τα ανωτέρω χαρακτηριστικά εμποδίζουν τα νησιά να συμμετέχουν ισότιμα στην αναπτυξιακή διαδικασία και ειδικά στην ευρωπαϊκή ενοποίηση. Βεβαίως δεν αποτελούν μειονεξίες και σταθερούς ακυρωτικούς παράγοντες μιας αναπτυξιακής διαδικασίας. Είναι γνωστό ότι σε παλαιότερες εποχές τα υπανάπτυκτα σήμερα νησιά, αποτέλεσαν λίκνα πολιτισμού. Όμως οι ιδιαιτερότητες αυτές έρχονται σε αντίθεση με το κυρίαρχο μοντέλο ανάπτυξης που χαρακτηρίζεται από οικονομίες κλίμακας, οικονομίες συγκέντρωσης και οικονομική αποτελεσματικότητα. Η περιθωριοποίηση των νησιών είναι ταυτοχρόνως οικονομική, δημογραφική, τεχνολογική, πολιτιστική και πολιτική και είχε ως επακόλουθο αρνητικές επιπτώσεις σε όλους τους τομείς. Όμως οι επιπτώσεις αυτές ενεδύθησαν την μορφή εγγενών και αναλλοίωτων χαρακτηριστικών των νησιών, που συχνά αποδίδονται ως φυσικές μειονεξίες, ενώ αποτελούν δευτερογενείς επιπτώσεις ενός συγκεκριμένου μοντέλου ανάπτυξης.
Η κατάσταση είναι ανατρέψιμη, εφόσον μεταβληθεί το πλαίσιο που την δημιούργησε. Αυτή η οικονομική κατάσταση που διαρκεί αρκετές δεκαετίες τώρα, αποτελεί ταυτόχρονα αιτία και αποτέλεσμα μιας σειράς φαινομένων όπως η αποδιάρθρωση του τοπικού παραγωγικού ιστού, η δημογραφική και κοινωνική αποσταθεροποίηση, ο πολιτιστικός μαρασμός, η τεχνολογική και οικονομική εξάρτηση κλπ δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο υπανάπτυξης. Επομένως γίνεται σαφές ότι δεν πρόκειται για προβλήματα συγκυριακής φύσης, αλλά για δομικά προβλήματα. Κατά συνέπεια οι πολιτικές που θα εφαρμοστούν για να είναι αποτελεσματικές θα πρέπει να έχουν ως στόχο τη διόρθωση των γενεσιουργών αιτίων του προβλήματος και όχι των επιφαινομένων του.
Η ευθραυστότητα του νησιωτικού χώρου, που αποδεικνύεται ότι έχει μικρή αντίσταση σε εξωγενείς παράγοντες (φυσικούς, ανθρώπινους και ανθρωπογενείς), απαιτεί τις κατάλληλες παρεμβάσεις που δεν μπορούν να προέλθουν παρά μόνο από μια συγκροτημένη Κοινή Νησιωτική Πολιτική. Κοινή Πολιτική που θα βασίζεται στην αρχή της επικουρικότητας ώστε να είναι αποτελεσματική: το πλαίσιο θα είναι ευρωπαϊκό, οι πολιτικές εθνικές και οι δράσεις περιφερειακές και τοπικές. Θεσμικά αυτό έχει κατοχυρωθεί στο ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 101) και σε μικρότερο βαθμό στις συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς να έχει ξεκαθαρίσει ποιο πρέπει να είναι το περιεχόμενό της. Η πολιτική θα πρέπει να διαπνέεται όχι απλά από την προσπάθεια για "παθητική" σύγκλιση με μεταφορά πόρων, αλλά από τη ενεργοποίηση εσωτερικών δυνάμεων για ενεργή σύγκλιση. Χρειάζεται να δημιουργηθεί το κατάλληλο "περιβάλλον" έτσι ώστε να επανενταχθούν τα νησιά στην αναπτυξιακή διαδικασία.
Κρίσιμο στοιχείο, πρόκληση για τον νησιωτικό χώρο, αποτελεί η αξιοποίηση του μεταβαλλόμενου διεθνούς περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο εξελίσσονται τα νησιά, μετατρέποντας τα χαρακτηριστικά της νησιωτικότητας από μειονεκτήματα σε πλεονεκτήματα. Ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των νησιών, που μέχρι τώρα θεωρούνταν ως φυσικά μη ανατρέψιμα μειονεκτήματα και κατά συνέπεια ως εμπόδια στην ανάπτυξη, μπορούν να μεταβληθούν σε πλεονεκτήματα ή "ουδετεροποιούνται". Πολλά από τα νησιά φαίνεται να διαθέτουν σε αφθονία αρκετούς από τους "πόρους" εκείνους που επιθυμεί να "καταναλώσει" ο σημερινός κάτοικος των αναπτυγμένων χωρών, όπως είναι το ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον και η υψηλής αξίας πολιτιστική κληρονομιά, δημιουργώντας με το τρόπο αυτό και αντίστοιχα συγκριτικά πλεονεκτήματα.
Ενδεικτικά, θα αναφέρουμε ότι η ανάπτυξη των νέων μορφών ειδικού ενδιαφέροντος και εναλλακτικού τουρισμού (πχ. πολιτιστικός, θαλάσσιος, περιηγητικός, εκπαιδευτικός, αγροτικός, υπαίθριος κλπ) μπορεί να αξιοποιήσει τους μοναδικούς φυσικούς και πολιτιστικούς πόρους που διαθέτουν τα νησιά εφόσον αναδειχτούν κατάλληλα. Παράλληλα αυτού του τύπου οι τουρίστες -καταναλωτές ενδιαφέρονται και για τοπικά-αυθεντικά προϊόντα, γεγονός το οποίο μπορεί να δώσει ώθηση στη τοπική παραγωγή (κυρίως γεωργική και κτηνοτροφική, αλλά και της μεταποίησης-χειροτεχνίας) αφού η νέα αυτή ζήτηση δεν εξαρτάται μόνο από τη τιμή, αλλά από τη ποιότητα και ιδιαίτερα την "εικόνα" των προϊόντων αυτών (πχ. παραδοσιακά προϊόντα). Η διεύρυνση της τοπικής αγοράς μπορεί να συνεχιστεί με την εξαγωγή των προϊόντων αυτών και προς τον τόπο μόνιμης κατοικίας των τουριστών.
Βέβαια, η ύπαρξη των πόρων και των νέων δυνατοτήτων ανάπτυξης αποτελούν αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για την έξοδο από την υπανάπτυξη. Για να είναι δυνατή η αξιοποίηση τους χρειάζεται σχεδιασμός της ανάπτυξης με στόχο την βελτίωση της ελκυστικότητας των νησιών όπως αυτή προσδιορίζεται από τις ιδιομορφίες του νησιωτικού χώρου και τις διεθνείς συνθήκες, έτσι ώστε να μεγιστοποιηθούν τα οφέλη που θα προκύψουν για τη περιφέρεια με την ανάπτυξη συμπληρωματικών δραστηριοτήτων για την ελαχιστοποίηση των οικονομικών διαρροών, τη κινητοποίηση των μηχανισμών για την επιτόπια επανεπένδυση των κερδών κλπ.. Ο σχεδιασμός αυτός θα πρέπει να γίνει με βάση αρχές προσαρμοσμένες στις ιδιαιτερότητες των νησιών. Είναι αναγκαίο να γίνει αξιοποίηση του φυσικού συγκριτικού πλεονεκτήματος, του γεγονότος δηλαδή ότι βρίσκονται στην ζώνη του ήλιου για την οποία υπάρχει μεγάλη ζήτηση αυτή την περίοδο, με βάση ένα διπλό σκεπτικό:
(α) ότι το συγκριτικό πλεονέκτημα δεν είναι υποχρεωτικά φυσικό, μόνιμο και σταθερό, αλλά μεταβάλλεται με τη πάροδο του χρόνου και την αλλαγή των εξωτερικών συνθηκών. Για το λόγο αυτό δεν θα πρέπει να δομηθεί το σύνολο της οικονομίας γύρω από την εκμετάλλευση του συγκεκριμένου πλεονεκτήματος, φυσικού στην περίπτωση των νησιών, δημιουργώντας κατάσταση εύθραυστης μονοκαλλιέργειας,
(β) ότι είναι αναγκαίο να παρακολουθούνται οι εξελίξεις στον ευρύτερο χώρο ώστε να "αποκαλυφθούν" ή ακόμη καλύτερα να "κατασκευαστούν" νέα συγκριτικά πλεονεκτήματα που δεν θα είναι απαραίτητα "φυσικά", αλλά κάλλιστα μπορεί να είναι "ανθρωπογενή" (δηλαδή δημιουργήματα του ανθρώπου, όπως πχ. εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό, συσσώρευση κεφαλαίου και γνώσης σε δυναμικούς τομείς), προετοιμάζοντας με αυτό το τρόπο το αύριο, διευρύνοντας τις μελλοντικές επιλογές.
Επομένως αυτή η αξιοποίηση δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα την κατανάλωση των πόρων αυτών, αλλά πρέπει να στοχεύει στη διατήρηση και την ανάδειξη τους με την δημιουργία υψηλής προστιθέμενης αξίας μέσα την ενσωμάτωση υψηλής ποιότητας ανθρώπινης εργασίας.
Η υλοποίηση των παραπάνω απαιτεί όπως το νησί αποτελεί τη βασική μονάδα ανάλυσης και σχεδιασμού, γεγονός που πρέπει να αποτυπωθεί και στο διοικητικό σύστημα, διαφοροποιώντας το από εκείνο της ηπειρωτικής χώρας. Το παραπάνω δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι κάθε νησί θα πρέπει να στοχεύει στην «αυτάρκεια» του και στην αναπτυξιακή του αυτονομία. Οι εξελίξεις των τελευταίων 30 χρόνων υπογραμμίζουν την αναποτελεσματικότητα της λογικής αυτής, ενώ παράλληλα σήμερα η ανάπτυξη νέων τεχνολογιών επιτρέπει (ή και επιβάλλει ακόμη) νέες μορφές συνεργασιών, αξιοποιώντας την λογική των δικτύων.
Οι τοπικές αρχές και φορείς μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης σε τοπικό επίπεδο, μέσω της διαβούλευσης με τους πολίτες. Τομείς όπως η ενέργεια, οι μεταφορές, η διαχείριση των φυσικών πόρων, η διαχείριση αποβλήτων, η ατμοσφαιρική ρύπανση, ο πολεοδομικός σχεδιασμός, η αειφόρος κατανάλωση, η ενδυνάμωση των συμμετοχικών δημοκρατικών διαδικασιών σε τοπική κλίμακα περιλαμβάνονται στην Τοπική Ατζέντα 21 και αποτελούν τομείς όπου η δράση της τοπικής αυτοδιοίκησης και των τοπικών φορέων μπορεί να έχει σημαντικά αποτελέσματα

Η παρούσα μελέτη, η οποία κατατέθηκε αρχικά ως μεταπτυχιακή διατριβή στο Τμήμα Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου, έρχεται να συμβάλλει στον εμπλουτισμό της βιβλιογραφίας σε ζητήματα βιώσιμης ανάπτυξης σε νησιωτικές περιοχές. Ειδικότερα συνεισφέρει στην ανάγκη συμπερίληψης των απόψεων των τοπικών φορέων στις διαδικασίες σχεδιασμού και υλοποίησης σχεδίων βιώσιμης ανάπτυξης στα νησιά και ειδικότερα στη Σύρο, η οποία είχε και παλαιότερα εμπλακεί-χωρίς επιτυχία- στην εφαρμογή της Τοπικής Ατζέντα 21.

Ειδικότερα, η μελέτη εξετάζει τις απόψεις των φορέων της Σύρου στη διαδικασία σχεδιασμού και διακυβέρνησης σε τοπικό επίπεδο με στόχο τη βιώσιμη ανάπτυξη. Βασίζεται σε πρωτότυπη έρευνα που πραγματοποιήθηκε -με τη χρήση ερωτηματολογίου -στο νησί το καλοκαίρι του 2007. Τα αποτελέσματα της έρευνας καταδεικνύουν τη σημασία της κατανόησης των απόψεων των φορέων στην εφαρμογή της βιώσιμης ανάπτυξης σε τοπικό επίπεδο. Η έρευνα, που παρουσιάζεται σ' αυτή τη μελέτη, μπορεί να αξιοποιηθεί μελλοντικά, προκειμένου να τεθούν πιθανώς οι βάσεις για την έναρξη μιας ευρείας διαβούλευσης για τη βιώσιμη ανάπτυξη του νησιού.

*Ο κ. Γιάννης Σπιλάνης είναι Επίκουρος Καθηγητής του τμήματος Περιβάλλοντος και Επιστημονικός Υπεύθυνος Εργαστηρίου Τοπικής και Νησιωτικής Ανάπτυξης Πανεπιστημίου Αιγαίου.Το παραπάνω κείμενο αποτελεί τον πρόλογο του βιβλίου του Απόστολου Χατζηπαρασκευαίδη
«Βιώσιμη ανάπτυξη και ευαισθητοποίηση φορέων : η περίπτωση της Σύρου»,
Έκδοση Τοπικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ν.Κυκλάδων, 2008

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.