Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

Γυάρος, Απρίλης 1967


Ρηνιώ Παπατσαρούχα – Μίσσιου

Μετά τό 1961 που τό ελληνικό κράτος, υποχωρώντας στη διεθνή κατακραυγή, έπαψε να χρησιμοποιεί τή Γυάρο ως τόπο εξορίας και αναμόρφωσης τών αριστερών, η Γυάρος ξαναδέχτηκε περίπου 7.000 πολιτικούς εξόριστους «προληπτικώς συλληφθέντας» από τίς πρώτες μέρες μετά τήν 21η Απριλίου. Από αυτές τίς χιλιάδες περίπου 340 ήταν γυναίκες.
Κι ενώ ο αριθμός τών ανδρών από τίς πρώτες κιόλας εβδομάδες άρχισε να μειώνεται εντυπωσιακά, ο αριθμός τών γυναικών παρέμεινε σχεδόν σταθερός. Είναι προφανές ότι η σύλληψη τών γυναικών έγινε με διαφορετικά κριτήρια
Τό φαινόμενο πάντως αποτελεί κεφάλαιο προς διερεύνηση για τούς ιστορικούς, ένα από τά πολλά κεφάλαια τής πρόσφατης ιστορίας που υπάρχουν μόνο δυνάμει. Κι όπου να ’ναι οι αυτουργοί αυτής τής ιστορίας κάνουν πανιά //
Θα μιλήσω, λοιπόν, για τή Γυάρο τού Απρίλη τού 1967. Για κείνη τή Μεγάλη Βδομάδα – τό πραξικόπημα τών Συνταγματαρχών έγινε ξημερώνοντας η Παρασκευή πριν από τό Σάββατο τού Λαζάρου – που δεν έφερε Πασχαλιά κι Ανάσταση σε χιλιάδες ελληνικά σπίτια. Όχι, δεν λέω «για ολόκληρο τόν ελληνικό λαό» όπως αρέσκονται να λένε πολλοί, ιδίως πολιτικοί, εκ τών υστέρων. Όχι, αυτή η ιστορία δεν είναι αντίδωρο να παίρνουν μια μπουκίτσα όλοι. Και θα μιλήσω με τόν μόνο τρόπο που ξέρω, με λόγο εγκάρδιο. Δεν αναλύω, δεν ερμηνεύω, δεν «συνεισφέρω στην ιστορία». Αν αυτά που ζήσαμε, που έζησα, και κυρίως που σκέφθηκα κι αισθάνθηκα, που αισθανθήκαμε, έχουν αξία για τούς ιστορικούς και τήν ιστορία, καλό είναι, αλλά δεν έχω αυτό στον νου μου τώρα που γράφω τούτες τίς σελίδες // Τά πράγματα εμφανίζονται αυτόκλητα, συνειρμικά· αλληλοσχολιάζονται, επικαλύπτονται, επαναλαμβάνονται ή χάνονται. Άνθρωποι, ώρες, τραγούδια, γεγονότα, λόγια κι αισθήματα· και δεν πειράζει, μη βρείτε άκρη, δεν είναι απαραίτητο. Καρδιά είν’ αυτή, ζωή είν’ αυτό, δεν είναι λογιστικά βιβλία
Πρέπει να ήταν η Μεγάλη Τρίτη 25 Απριλίου 1967, όταν τά καμιόνια μάς μετέφεραν στις στρατιωτικές λιμενικές εγκαταστάσεις τού Σκαραμαγκά, όπου μάς περίμενε τό αρματαγωγό για να μάς μεταφέρει – πού ; Κανένας δεν ήξερε. Μόνο φήμες κυκλοφορούσαν, κι ανάμεσά τους αναφερόταν κι η Γυάρος, με φρίκη. Στο κύτος τού πλοίου όλοι χύμα, καθώς σμίγαμε εκεί άνδρες και γυναίκες που είχαμε συλληφθεί από τίς πρώτες κιόλας ώρες τής δικτατορίας, άλλοι προερχόμενοι από τά αστυνομικά τμήματα τής Αθήνας και τού Πειραιά, άλλοι από τήν επαρχία, εμείς από τόν Ιππόδρομο – εκεί όπου τήν προηγουμένη είχε δολοφονηθεί ο Παναγιώτης Ελής και είχε κακοποιηθεί βάναυσα ο Νέστορας τού ελληνικού Κοινοβουλίου, ο Ηλίας Ηλιού – άλλοι από τού Καραϊσκάκη, άλλοι από άλλους τόπους συγκέντρωσης. Άνθρωποι άγνωστοι μεταξύ τους κι άλλοι που είχαν ξαναϋπάρξει μαζί κάτω από ανάλογες συνθήκες πριν από χρόνια σε φυλακές και εξορίες. Άλλοι που μόλις πριν από λίγες μέρες είχαν συναντηθεί στα γραφεία τής ΕΔΑ, τής Νεολαίας Λαμπράκη, τής ΕΦΕΕ, στα Σωματεία τους. Εμένα ήταν η πρώτη μου φορά, έτσι για να μην αποτελώ εξαίρεση στην οικογένεια //
Μετά τό 1961 που τό ελληνικό κράτος, υποχωρώντας στη διεθνή κατακραυγή, έπαψε να χρησιμοποιεί τή Γυάρο ως τόπο εξορίας και αναμόρφωσης τών αριστερών, η Γυάρος ξαναδέχτηκε περίπου 7.000 πολιτικούς εξόριστους «προληπτικώς συλληφθέντας» από τίς πρώτες μέρες μετά τήν 21
   Τό πλοίο φεύγει κι αυτά που ήταν ώς τώρα «η ζωή σου» μένουν πίσω ορφανά κι ανυπεράσπιστα μαζί με τίς απλές κι ελάχιστες βεβαιότητές σου. Έχω τήν αίσθηση ότι βιώνω μια τεράστια παρεξήγηση ότι δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό· παρ’ όλο που επί μήνες συζητιόταν η επαπειλούμενη εκτροπή – ότι κάποιος οφείλει να μού δώσει μιαν εξήγηση ή να μού ζητήσει εξηγήσεις. Τί περίεργο. Τήν ίδια αίσθηση είχα και τό απόγευμα τής 21ης, όταν μάς μετέφεραν από τό Ε΄ Τμήμα, που τότε ήταν στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, στον Ιππόδρομο. Όταν είδα τούς φαντάρους παραταγμένους σε δύο στοίχους με «εφ’ όπλου λόγχη» κι εμείς να προχωρούμε ανάμεσά τους, είπα, αυτό είναι θα μάς σκοτώσουν – αλλά έτσι χωρίς εξήγηση !
   Ανάμεσα στο πλήθος βλέπω τό αγέρωχο προφίλ τού Ρίτσου. Η Ηρώ Κανακάκη – η Ηρώ που δεν υπάρχει πια – έρχεται κοντά μου ανακουφισμένη, προς τό παρόν ανάμεσα σε τόσους ομοϊδεάτες είμαι η πρώτη γνωστή που βλέπει. Ο Φαρσακίδης μού χαμογελάει, από μακριά μ’ ένα χαμόγελο «…όχι που νόμιζες πως θα τή γλιτώσεις»
   // Αυτοί – Εμείς – Εγώ είμαστε πια δεμένοι στην ίδια μοίρα. Θα μοιραστούμε τήν ίδια ζωή – όποια ζωή – ή τόν ίδιο θάνατο.
   // Ήταν η πρώτη μου φορά. Μα δεν ξέρω, αν αυτά τά συναισθήματα δεν ισχύουν και στη δεύτερη και στην τρίτη. Κάθε φορά, ώσπου αυτό τό απειλητικό άγνωστο να γίνει συγκεκριμένο //
Φτάσαμε στη Γυάρο απόγευμα. Οι μέρες τού Απρίλη είναι μεγάλες. Ήταν ήσυχα. Δεν φυσούσε // Ανάμεσα στις ξερολιθιές και τά κλιμακωτά επίπεδα, όπου κάποτε ήταν στημένες οι σκηνές–καταλύματα τών εξορίστων – κι όπου έμελλε να στηθούν και οι δικές μας σκηνές – ολάνθιστα φανταχτερά μωβ–συκλαμέν μπούζια ημέρευαν με τίς αισιόδοξες πινελιές τους τόν τόπο, τόν έκαναν να μοιάζει με αρχαιολογικό χώρο πριν αρχίσουν οι ανασκαφές. Έτσι όπως έβλεπες πέτρινα σκαλοπάτια μισοκατεστραμμένα, τοιχία μισοκρυμμένα από τά μπούζια έλεγες, ένας αρχαίος ερειπιώνας απροσδιορίστου ηλικίας. Όλα κι όλοι κρατούν τήν ανάσα τους. Ανοίγει η μπουκαπόρτα. Μπροστά μας τό κτίριο τής φυλακής : ένα βαρύ παραλληλόγραμμο ανάμεσα στους δύο όρμους, τόν τέταρτο και τόν πέμπτο.
Οι φύλακες σχεδόν αμήχανοι, σχεδόν αόρατοι. Αργότερα μάθαμε πως η πρώτη φρουρά ήταν κι αυτοί κάτι σαν εξόριστοι. Ήταν η φρουρά τής Βουλής, που η χούντα τή μάντρωσε στη Γυάρο ως διεφθαρμένη από τή συνάφειά της με τούς πολιτικούς και τήν πολιτική //
   Τόν Απρίλη, στην Ελλάδα, μπορεί κι ένας ξερόβραχος, στοιχειωμένος από τήν ίδια του τήν ιστορία, να φαντάζει, και να γίνεται ώρες ώρες ιδανικό σκηνικό ειδυλλίου. Γι’ αυτό μέ μαγεύει ο τόπος μας, γι’ αυτό και αισθάνομαι ότι τού ανήκω ψυχή τε και σώματι. Γιατί μπορεί τήν ίδια στιγμή να είναι και να λέει πολλά, διαφορετικά, και χωρίς δόλο – ο τόπος. // προς τό παρόν, λοιπόν, κι αφού δεν μάς υποδέχτηκαν με βούρδουλες και αγριοφωνάρες, βρισιές και κλωτσιές – όπως ξέραμε ότι συνέβαινε στο παρελθόν – προς τό παρόν, εκείνο τό απόγευμα η Γυάρος μάς υποδεχόταν, ανήσυχη μεν, αλλά χαμογελαστή και φορώντας τά καλά της – ή μήπως ανήσυχοι ήμασταν εμείς, έτοιμοι μπροστά στην μπουκαπόρτα ;
Τό κτίριο τού Διοικητηρίου δεσπόζει, κτισμένο με ξεθωριασμένο κόκκινο τούβλο // Μπροστά στο διοικητήριο, τό γήπεδο, χώρος για τίς παράτες και τήν υποδοχή τών επισήμων. Ένα ανηφορικό μονοπάτι, που μόλις διαγράφεται, σέρνεται κατά μήκος τού τοίχου τής φυλακής. Αυτό θα πάρουμε κι εμείς. Τά παράθυρα ψηλά – όχι για να έχεις θέα τού τόπου γύρω, μόνο για να μπαίνει φως και αέρας· και βροχή, όπως διαπιστώσαμε αργότερα, γιατί τά περισσότερα τζάμια ήταν σπασμένα //
   Κι επειδή ουδέν κακόν αμιγές καλού, όταν σού κλείνουνε τή θέα προς τόν έξω κόσμο στρέφεσαι επίμονα προς άλλους κόσμους και άλλες θέες, άλλους ορίζοντες : τό διάβασμα, τήν παρατήρηση τών συγκρατουμένων σου, τού εαυτού σου, σκέφτεσαι περισσότερο, αξιολογείς τά δεδομένα με καινούργια οπτική· ανακαλύπτεις τίς νέες διαστάσεις σου· πράγματα που θεωρούσες σημαντικά ευτελίζονται άλλα παίρνουν τή θέση τους. Όπως, ας πούμε, όταν ένα αισθητήριο αδρανεί κάποιο άλλο υπεραναπτύσσεται· και
«Συμβιβάστηκε με τήν πικρία ο κόσμος
Διάττοντα ψεύδη αφήσανε τά χείλια
Η νύχτα ελαφρωμένη
Από τό θόρυβο και τή φροντίδα
Μέσα μας μετασχηματίζεται
Κι η καινούρια σιωπή της λάμπει αποκάλυψη»
   // Καλύτερα να μην χρειαστεί ν’ ανακαλύψεις τά όρια τού εαυτού σου. Δεν μπορούν όλοι οι άνθρωποι να τό αντέξουν. Είναι πολλοί αυτοί που βουλιάζουν μέσα τους, μεμψιμοιρούν, αναμασούν και χάνονται· χάνονται, όχι βιολογικά, χάνουν τή δυνατότητα ν’ ανακαλύψουν ένα σκαφιδάκι, έστω, που να τούς βγάλει σε στέρεο έδαφος, ένα ευάλωτο και εύθραυστο σκαφιδάκι, που τό βαφτίζω ατομική συνείδηση ή έστω τσαμπουκά
Τό μονοπάτι που ακολουθούμε καταλήγει αριστερά σ’ ένα πλάτωμα· εκεί μάς συγκέντρωσαν όταν, τίς πρώτες μέρες, ήρθε κάποιος γαλονάς να μάς πει «όποιος θέλει να πάει στο σπίτι του, ας κάνει ένα βήμα μπροστά» (κανονικά, λέω τώρα, έπρεπε όλοι να κάνουμε αυτό τό βήμα…). Αλλά δεν θυμούμαι αν κάποιος εκείνη τή στιγμή έκανε αυτό τό βήμα – τόσο έχω απωθήσει τήν εικόνα. Είχα σκύψει τά μάτια για να μη δω, μη συναντήσει η ματιά μου τό βλέμμα κάποιου που θα ’χε κάνει αυτό τό βήμα. Δεξιά // τό υποτιθέμενο νοσοκομείο. Σ’ αυτό τό νοσοκομείο πρωτοσυνάντησα και τόν Καρούσο, τόν μεγάλο ηθοποιό, όταν πήγα μια μέρα να σφουγγαρίσω· ήταν η σειρά μου στη φασίνα, έτσι γινόταν… // Καθώς φτάνω στην είσοδο και πριν βουτήξω στο σκοτάδι και στην μπόχα που βγαίνει απ’ αυτό τό τούνελ, βλέπω πλάι στην πόρτα, στο πλαίσιο τών ανακοινώσεων, μιαν ανακοίνωση–διαταγή τού 1961. Τό συρμάτινο πλέγμα που προστάτευε τίς ανακοινώσεις έχει σκουριάσει και διαλυθεί. Κάποτε θα υπήρχε, ίσως, και γυαλί. Η ανακοίνωση, ξεθωριασμένο κουρελόχαρτο, πάει κι έρχεται με τό αεράκι. Μού ’ρχεται ν’ απλώσω τό χέρι και να τήν πάρω, ως «ντοκουμέντο», αλλά μια δεύτερη σκέψη μέ κοροϊδεύει : εδώ δεν ξέρεις αν θα σώσεις τόν εαυτό σου, θα σώσεις τά ντοκουμέντα… //
   …Εμείς τώρα ξέρουμε, είμαστε ’δω στη Γυάρο. Είμαστε χιλιάδες, κάποιοι ξέρουν για τή μεταφορά μας κι αυτό είναι μια ασφάλεια. Οι άλλοι όμως, οι δικοί μας που έμειναν έξω ; Ελεύθεροι τάχα ! Πού βρίσκονται, πώς είναι, τί ξέρουν για μάς // Ξέφυγαν τή σύλληψη ή βασανίζονται σε κάποιο Τμήμα ; Βρήκαν σπίτι να τούς κρύψει ; Δούλεψαν οι επαφές ; Βρέθηκαν μεταξύ τους ; Ο διάδρομος μακρύς, ατέλειωτος. Βλέπω μόνο βαριές πλάτες ανθρώπων που προχωρούν, κουβαλώντας τά ελάχιστα υπάρχοντά τους – όχι δεν είναι αυτά τά βάρη που σηκώνουν : έξω έχουν μείνει οικογένειες σύζυγοι παιδιά, δεσμοί, υποχρεώσεις εκκρεμότητες //
Ο διάδρομος μακρύς, ατέλειωτος· τώρα στη μνήμη μου χωρίς τά μπάζα και τή βρωμιά, γεμίζει σιγά σιγά από ένα πλήθος που πάει κι έρχεται. Βλέπω πρόσωπα και χαμόγελα, ακούω κουβέντες, καλημέρες, αστεία, μαθαίνω τά νέα, τί λένε για μάς  // Βλέπω και φάτσες μουτρωμένες και στριφνές, καχύποπτες με όλους και με όλα // Κάποιοι άντρες μάς βοηθούν να γεμίσουμε με ξερόχορτο τά στρώματά μας, τά κουβαλούν στα ράντζα μας… Ατέλειωτες διαδρομές με τό καρότσι κουβαλώντας μπάζα, βρωμιές και κονσερβοκούτια // Στον θάλαμο που μάς έλαχε – τόν έναν από τούς δύο θαλάμους που δόθηκαν στις γυναίκες, αυτόν που ήταν ακριβώς δίπλα και πάνω από τό αναρρωτήριο τής φυλακής – έμεναν, λέει, παλιότερα ποινικοί, που, όπως διαπιστώσαμε, δεν ήταν και φανατικοί με τήν καθαριότητα // Δέματα, βέβαια, δεν έρχονταν. Αυτό άργησε πολύ. Οι περισσότερες δεν είχαν δεύτερη αλλαξιά ! Εγώ πήγα για «διαπίστωση στοιχείων» – έτσι μού είπαν όταν τούς ζήτησα… ένταλμα σύλληψης. Πήγα με κανελί ταγιεράκι κι ένα μπλουζάκι νταντελέ πλεγμένο από τά χεράκια τής μανούλας μου που μέ συμβούλευε «πού πας παιδί μου μ’ αυτό τό φιριντόνι, βάλε κάτι πιο ζεστό», μα εγώ ήθελα να ξορκίσω τό χειρότερο κάνοντας τάχα μου πως δεν τό βλέπω. Πήγα στο Τμήμα ντυμένη σαν τήν καλή χαρά κι έμεινα πάνω από μήνα μ’ αυτά τά ρούχα. Όλη τή μέρα αγγαρεία καρότσι φασίνα, και τό απόγευμα τίναζα τά ρούχα μου να φύγει η σκόνη κι έβγαινα στο πλάτωμα με μια μεγάλη κίτρινη μαργαρίτα στο πέτο τού ταλαίπωρου ταγιέρ. Έτσι, για τήν ομορφιά, που οφείλουμε να τήν υπερασπιζόμαστε κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες //
Η πρώτη μας ακτίνα λοιπόν, συνόρευε με τό αναρρωτήριο τής φυλακής, που ήταν σε χαμηλότερο επίπεδο. Καλοκαιριάτικη νύχτα με μια τεράστια πανσέληνο – όμως εμείς δεν μπορούσαμε να δούμε τόν δρόμο τού φεγγαριού στη θάλασσα. Οι κρατούμενοι, άλλοι στις σκηνές κι άλλοι κλειδωμένοι στις ακτίνες. Ένα χαμηλόφωνο μουρμουρητό αναδύεται από παντού. Ποιος κοιμάται τέτοια νύχτα. Κι αρχινάει τό τραγούδι η Ολυμπία Παπουτσιδάκη. Τή βλέπω ακόμα, νυχτερινή φιγούρα με φόντο τόν ουρανό και τό αγκαθωτό σύρμα, καθισμένη στο τοιχίο : «Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η Γης τόνε τρομάσει…» αρχίζει η Ολυμπία με εκείνη τήν ατέλειωτη, αφκιασίδωτη φωνή της «…εεέι να ’χεν η Γης πατήματα να ’χε ο ουρανός κερκέλια / να πάτουν τά πατήματα να κράτουν τά κερκέλια…»
   Αχ Ολυμπία, όπου κι αν είσαι τώρα – γιατί είναι και πολλά τά χρόνια που μεσολαβούν – να ’ξερες τότε τάχα, μ’ αυτό τό ηρωικό σε πρώτη ανάγνωση τραγούδι σου, τί πατήματα και τί κερκέλια χάριζες στους στερημένους γύρω σου, όπου έφτανε η φωνή σου, να κρατηθούν, ν’ ανεβούν, να αγναντέψουν, έστω για λίγο, κατά κει όπου είχε η ζωή ορίζοντα, προοπτική, έρωτα.
   Είναι γνωστό ότι ένα από τά μεγάλα κενά στην επίσημη ιδεολογία τής αριστερής πρωτοπορίας είναι που εξόρισε υποκριτικά τόν έρωτα και τόν ερωτισμό από τή σκέψη και τή ζωή τών αγωνιστών, αναγνωρίζοντάς τα μόνο ως έσχατο και καταχρηστικό δικαίωμα στο πλαίσιο τού νόμιμου και εγκεκριμένου γάμου. Δεν ξέρω πώς μπορεί κανείς να ονειρεύεται και ν’ αγωνίζεται μέχρις εσχάτων για να αλλάξει τόν κόσμο και να οδηγήσει τόν άνθρωπο σε πιο ευάερες και ευήλιες κοινωνίες, διατηρώντας ταυτόχρονα όλα τά μικρόψυχα μικροαστικά στερεότυπα γύρω από τήν αυτοδιάθεση τής μόνης θεμιτής ιδιοκτησίας, τού σώματος και τών αισθημάτων μας!
// Έτσι λοιπόν, για να τούς τή σπάσω εκεινών που μάς έστειλαν εκεί για να μάς εξοντώσουν ηθικά και βιολογικά και να απαλλαγούν από μάς : να ξέρουν πως η συνταγή δεν πετυχαίνει πάντα, και πως – χωρίς ποσώς να εξωραΐζω τήν κατάσταση στέρησης – η όντως ελεύθερη προσωπικότητα δεν περιορίζει τό αίτημα τής ελευθερίας στα όρια τών πολιτικών θεσμοθετημένων ελευθεριών : αυτές αποτελούν απλώς προϋπόθεση δημοκρατίας.
Ο έρωτας της ελευθερίας είναι απαιτητικός και πανάκριβος αλλά η ελεύθερη συνείδηση βρίσκει πάντα πατήματα και κερκέλια με ρίσκο, με κόστος, αλλά και ρισκάρει και πληρώνει. Εμείς δεν ταυτίσαμε ποτέ τήν ελευθερία με τή νομιμοφροσύνη. Στον Ιππόδρομο τραγουδάγαμε «Σώπα όπου να ’ναι θα σημάνουν οι καμπάνες» // Ο εγκλεισμός και η στέρηση τής ελευθερίας λειτουργεί κι αντίστροφα καμιά φορά, φωτίζει, διευρύνει, γονιμοποιεί· δίνει ευκαιρίες περισυλλογής //
Και καθώς σ’ αυτή τήν ιστορική φάση η Γυάρος και η Αλικαρνασσός τού Ηρακλείου Κρήτης, στις φυλακές τής οποίας μεταφέρθηκαν οι γυναίκες τόν Σεπτέμβρη τού 1968, δεν είχαν σωματικά βασανιστήρια – είχε πολλές άλλες ταλαιπωρίες και στερήσεις αλλά βασανιστήρια, όπως τά ξέρουμε, δεν είχε – ο εγκλεισμός και η στέρηση τής ελευθερίας υπήρξαν πνευματική πρόκληση. Να θυμήσω ότι τήν ίδια εποχή στον κόσμο συμβαίνουν πράγματα ; Στο Παρίσι ο Μάης τού ’68 με συνθήματα πρωτάκουστα. Στην Πράγα η εισβολή τών σοβιετικών τανκς κάνει τή… διεθνιστική αλληλεγγύη απλή ιμπεριαλιστική τακτική. Στην Αμερική γεννιέται για πρώτη φορά ένα αντικαταναλωτικό κίνημα – πού αλλού θα γεννιόταν – τό οποίο σε συνδυασμό με τό φιλειρηνικό αντιπολεμικό κίνημα που προκαλεί ο πόλεμος τών Αμερικανών στο Βιετνάμ, καταγγέλλει τό κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο ως μοναδική αιτία τού πολέμου // Όλα αυτά συμβαίνουν γύρω μας κι ο απόηχός τους φτάνει ώς εμάς. Στη Γυάρο τό ραδιόφωνο αργά τή νύχτα μετέδιδε ειδήσεις για τήν εισβολή στην Πράγα. Τό ακατέργαστο μυαλό τους τούς έλεγε, προφανώς, ότι πρωί πρωί απογοητευμένοι θα ροβολάγαμε κατά τή Διοίκηση να υπογράψουμε… δηλώσεις μετανοίας.
Οι φυλακές και οι τόποι εξορίας δεν είναι μόνο αυτοί που φαίνονται, φωτογραφίζονται, καταμετρούνται. Αυτοί είναι προβλέψιμοι και εξ ορισμού εχθρικοί. Ξέρεις, κι αν δεν ξέρεις σύντομα ανακαλύπτεις, σε τί και σε ποιους πρέπει να αντισταθείς, πώς θα οργανώσεις τίς άμυνες και τίς κρυψώνες σου. Άλλωστε, ο εγκλεισμός μπορεί και να προσφέρει αμφιλεγόμενες «ευκαιρίες». Μπορεί π.χ. σε τέτοιες συνθήκες ν’ ανακαλύψει κανείς ότι οι άνθρωποι, οι σύντροφοι με τούς οποίους συμπορεύεσαι και συνεργάζεσαι για τόν ίδιο υποτίθεται σκοπό, διαβάζουν τά γεγονότα με άλλη γλώσσα, υπομνηματίζουν διαφορετικά τήν ιστορία. Τότε αν δεν σέ κυριέψει πανικός μπορεί και να δεις ν’ ανθίζει στο μυαλό σου μια καινούργια γνώση, κι απλώς δεν σέ χωράει στην επιστροφή η πόρτα απ’ όπου βγήκες.
Στην εποχή μας άλλες είναι πλέον οι «φυλακές» που πρέπει να φοβάται κανείς περισσότερο. Αυτές που σέ απομονώνουν χωρίς τοίχους, σέ αποκλείουν χωρίς κάγκελα και απαγορεύσεις, και σέ οδηγούν στην αποξένωση και τήν αδιαφορία //
Τριανταπέντε χρόνια συνεχούς και αδιατάρακτου κοινοβουλευτικού βίου για τήν Ελλάδα, που μετράει από τό 1925 ώς τό 1967 τρεις δικτατορίες, είναι μεγάλο διάστημα και μεγάλη υπόθεση.
Στις δικτατορίες στις φυλακές στις εξορίες μαθαίνεις να αντιστέκεσαι, τίς πολεμάς. Κάποια στιγμή αποδυναμώνονται, οι Δυνάμεις που τίς στήριξαν αλλάζουν επιλογές και τακτική : γελοιοποιούνται καταρρέουν, ξοφλάς μαζί τους. Τά απαγορεύονται τελειώνουν, γίνονται πολιτικώς ντεμοντέ. Τώρα τό ζήτημα είναι πώς θα μάθει κανείς να αντιστέκεται σ’ αυτούς που τού υπαγορεύουν και σ’ αυτά που τού προτείνουν σαν must. Η δυσκολία αυτού τού αγώνα είναι ότι δεν έχει τίποτα ηρωικό, κανένα παράσημο, κανέναν αντίπαλο. Γιατί ο εχθρός είμαστε εμείς και η τάση μας να ενδίδουμε σε όλων τών ειδών τίς ευκολίες και τίς διευκολύνσεις, έστω υποθηκεύοντας τό ίδιο τό Μέλλον. Οι καμπανοκρουσίες άρχισαν, κι εμείς ακόμα ρωτάμε να μάθουμε, «Για ποιον κτυπά η καμπάνα».

 http://simiomatariokipon.wordpress.com/2014/04/21/missiou/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.